ἀλίθιος
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
Dor. for ἠλίθιος.
Spanish (DGE)
v. ἠλίθιος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠλίθιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλίθιος: (ᾱ) дор. = ἠλίθιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίθιος: Δωρ. ἀντὶ ἠλίθιος.
English (Slater)
ᾱλῐθιος purposeless (but cf. Wil., S. & S., 176̆{1}.) χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός (P. 3.11)
Greek Monotonic
ἀλίθιος: Δωρ. αντί ἠλίθιος.