ἀνήνυτος

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήνῠτος Medium diacritics: ἀνήνυτος Low diacritics: ανήνυτος Capitals: ΑΝΗΝΥΤΟΣ
Transliteration A: anḗnytos Transliteration B: anēnytos Transliteration C: aninytos Beta Code: a)nh/nutos

English (LSJ)

ἀνήνυτον,
A = ἀνήνυστος, ἀνήνυτος πόνος, ἀνήνυται εὐχαί, Pl.Lg.735b, 936c; ἀνήνυτον ἔργον πράττειν = carry out a never-ending task (of Penelope's web), Id.Phd.84a, cf. E.Hel.1285. Adv., ταῦτ' ἀνηνύτως ἔχει S.Fr.557.4.
2 endless, never-ending, οἶτος Id.El.167, cf. Plb.9.24.4; κακόν Pl.Grg. 507e; κακοπαθία Phld. Herc.1251.17; βυθός, etc., Ph.1.85, etc.: neuter plural as adverb, ἀνήνυτα μοχθοῦσιν Epicur.Fr.470.

Spanish (DGE)

(ἀνήνῠτος) -ον
• Alolema(s): ἀνά- Theoc.15.87
I 1que no tiene efecto, vano, inútil λόγοι E.Fr.61.9 Bond, τεῖχος I.BI 2.218, γάμος Nonn.D.35.224, μὴ 'πὶ τοῖς ἀνηνύτοις τρύχουσα σαυτήν no te atormentes por cosas inútiles E.Hel.1285
neutr. plu. como adv. ἀνήνυτα ... πονοῦσιν Pl.R.531a, cf. Aristaenet.2.20.1.
2 que no tiene fin, interminable ἆθλον E.Fr.591.14 (= Critias B 16.14), πόνος Pl.Lg.735b, εὐχαί Pl.Lg.936c, ἔργον del de Penélope, Pl.Phd.84a, δεινὰ ... πάθη καὶ ἀ. ἔργα Orác. en X.Eph.1.6.2, πέτρος de la roca de Sísifo, Pl.Ax.371e, κακόν Pl.Grg.507e, οἶτος S.El.167, πράγματα D.16.26, κατὰ τὸ μῆκος ἀνήνυτον ἔχειν τι δοκούσης τῆς ὁδοῦ como parecía que el camino no tenía fin en cuanto a su longitud Plb.9.24.4, κακοπαθία Phld.Herc.1251.17.8, βυθός Ph.1.85, χρέος I.BI 1.428, τέλος LXX 3Ma.4.15
neutr. plu. como adv. ἀνήνυτα μοχθοῦσιν Epicur.470U., ἀ. κωτίλλοισαι Theoc.l.c.
3 en lit. crist. imposible αὐτῷ (Θεῷ) ... οὐδέν Cyr.Al.M.71.796C.
II adv. -ως sin efecto ταῦτ' ἀ. ἔχει S.Fr.557.4.

German (Pape)

[Seite 229] dasselbe, die bei Att. gew. Form, οἶτος κακῶν, unendlich, fortdauernd, Soph. El. 162; Σισύφου πέτρος Plat. Ax. 371 e, der nicht ans Ziel gebracht werden kann; κακόν, endlos, Gorg. 507 e; vergeblich, ὡς μάταιος ἂν ὁ πόνος εἴη καὶ ἀνήνυτος Legg. V, 735 b; ἀν. ἔργον πράττειν Phaed. 84 a; εὐχαί Legg. IX, 936 c. Auch Sp., ἀνήνυτόν τι ἔχει ἡ ὁδός Pol. 9, 24. – Adv., ἀνηνύτως ἔχειν Soph. frg. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inachevé, sans fin;
2 sans effet, sans résultat.
Étymologie: , ἀνύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήνῠτος:
1 нескончаемый, бесконечный, безысходный (οἶτος κακῶν Soph.; κακόν Plat.): κατὰ τὸ μῆκος ἀ. Polyb. нескончаемо длинный;
2 бесполезный, бесцельный, напрасный (ἔργον, εὐχαί, Σισύφου πέτρος, πόνος Plat.; ἆθλα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήνῠτος: -ον, = ἀνήνυστος, οἶτος Σοφ. Ἠλ. 167· ἀν. πόνος, εὐχαὶ Πλάτ. Νόμ. 735Β, 936C· ἀν. ἔργον πράττειν, περὶ τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ὁ αὐτ. Φαίδ. 84Α· πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1285: - Ἐπίρρ., ταῦτα ἀνηνύτως ἔχει Σοφ. Ἀποσπ. 501. 2) ἀτελεύτητος, μὴ ἔχων τέλος, κακὸν Πλάτ. Γοργ. 507Ε.

Greek Monolingual

ἀνήνυτος, -ον (Α)
1. «ανήνυστος», ακατόρθωτος
2. ο χωρίς τέλος, ατέλειωτος
3. αγιάτρευτος, αθεράπευτος.

Greek Monotonic

ἀνήνῠτος: -ον = ἀνήνυστος, σε Σοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

1. = ἀνήνυστος, Soph., Plat.
2. endless, Plat.

English (Woodhouse)

ineffectual, useless, vain, accomplishing nothing, barren of result

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)