долгий: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μακρός]] | |rueltext=[[μακρός]], [[ταναός]], [[δολιχός]], [[διηνεκής]], [[διανεκής]], [[ἐπίμονος]], [[πολυχρόνιος]], [[ἐπιχρόνιος]], [[πάμμηνος]], [[μακρημερία]], [[μακρημερίη]], [[μακραίων]], [[δηρός]], [[μακρόπνοος]], [[μακρόπνους]], [[παμμήκης]], [[πολύφημος]], [[πολύφαμος]], [[δίχρονος]], [[συχνός]], [[ἐπιμήκης]], [[χρόνιος]], [[πολλοστός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 18 October 2019
Russian > Greek
μακρός, ταναός, δολιχός, διηνεκής, διανεκής, ἐπίμονος, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, πάμμηνος, μακρημερία, μακρημερίη, μακραίων, δηρός, μακρόπνοος, μακρόπνους, παμμήκης, πολύφημος, πολύφαμος, δίχρονος, συχνός, ἐπιμήκης, χρόνιος, πολλοστός