высокомерный: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[αἰπεινός]], [[ἀκοινώνατος]], [[ἀκοινώνητος]], [[θρασύς]], [[καρτερός]], [[μεγαλάνωρ]], [[μεγαλεῖος]], [[μεγαλήνωρ]], [[μεγαλόμητις]], [[μέγας]], [[νεόπλουτος]], [[περίφρων]], [[πλεονέκτης]], [[σεμνόστομος]], [[σοβαροβλέφαρος]], [[ὑβριστικός]], [[ὑπέραυχος]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπέρκοπος]], [[ὑπέροπλος]], [[ὑπέροφρυς]], [[ὑπερπετής]], [[ὑπέρφρων]], [[ὑψήγορος]], [[φρονηματίας]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:32, 13 October 2024
Russian > Greek
αἰπεινός, ἀκοινώνατος, ἀκοινώνητος, θρασύς, καρτερός, μεγαλάνωρ, μεγαλεῖος, μεγαλήνωρ, μεγαλόμητις, μέγας, νεόπλουτος, περίφρων, πλεονέκτης, σεμνόστομος, σοβαροβλέφαρος, ὑβριστικός, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρκοπος, ὑπέροπλος, ὑπέροφρυς, ὑπερπετής, ὑπέρφρων, ὑψήγορος, φρονηματίας