ὑπερπετής
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
ὑπερπετές,
A flying over or above, τοῦ τείχους ὑπερπετῆ γιγνόμενα τὰ βέλη Aen.Tact.32.10; βέλη ὑ. τῶν πρωτοστατῶν φερόμενα darts flying over their heads, Plb.18.30.3, cf. 8.7.3, D.S.14.23; ὑ. ὄρνεις Str.5.4.5; τὸ ὑ. all that flies over, Id.15.1.38; ὑ. πνεῖν, of winds, Id.15.3.10: metaph., high-flying, Luc.Pr.Im.17.
II stretching beyond, reaching high, θωράκια Plb.8.4.4; φάλαγξ outflanking, D.H.9.11: c. gen., ὑ. τῆς πνοῆς far above, D.S.17.7; κορυφὴ -εστέρα τῆς καμήλου reaching higher, Str.16.4.16; ἐὰν βίᾳ τις τὸ κλύσμα ἐνθλίβων ὑπερπετὲς αὐτὸ ποιήσῃ too high, Mnesith. ap. Orib.8.38.9.
German (Pape)
[Seite 1200] ές, darüber weg-, hinausfliegend, hochfliegend, übh. hoch gelegen, sich darüber hinauserstreckend, D. Hal. 9, 11; über den Kopf gehend, θωράκια Pol. 8, 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui vole par-dessus, gén..
Étymologie: ὑπέρ, πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπετής:
1 летающий сверху, перелетающий: τὰ βέλη ὑπερπετῆ τῶν πρωτοστατῶν Polyb. стрелы, перелетающие через головы первых рядов; ὑπερπετεῖς ποιήσασθαι τὰς τῶν βελῶν ἀφέσεις Plut. придать стрелам дальность полета;
2 высоко поднятый, высокий (θωράκια Polyb.);
3 гордый, высокомерный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπετής: -ές, ὁ πετόμενος ὑπεράνω ἢ ὑψηλά, βέλη ὑπερπετῆ τῶν πρωτοστατῶν φερόμενα, φερόμενα ὑπεράνω τῶν κεφαλῶν αὐτῶν, Πολύβ. 18. 13, 3, πρβλ. 8. 7, 3, Διόδ. 14. 23· ὑπ. ὄρνεις Στράβ. 244· τὸ ὑπερπετές, πᾶν ὅ,τι ὑπερπέτεται, ὁ αὐτ. 703· ὑπ. πνέειν, ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. 731· - μεταφορ., ὁ ὑψηλὰ πετόμενος, μεταρσιούμενος, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 17. ΙΙ. ὁ ἐκτεινέμενος πέραν τινὸς σημείου, φθάνω ἕως ἐπάνω, ὑπερπετέσι θωρακίοις σκεπάσαντες Πολύβ. 8. 6, 4· ὑπ. φάλαγξ, κατέχουσα πλειοτέραν ἔκτασιν ἑκατέρωθεν, δυναμένη νὰ προξενήσῃ κύκλωσιν, Διονύσ. Ἁλ. 9. 11· - μετὰ γενικ., ὑπ. τῆς πνοῆς Διόδ. 17. 7· κορυφὴ ὑπερπετεστέρα τῆς καμήλου, ὑψηλοτέρα, Στράβ. 775. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 302, 316, 317.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που πετά πάνω από κάτι ή αυτός που πετά ψηλά, υψιπετής
2. αυτός που εκτείνεται πέρα από ένα σημείο
3. μτφ. αυτός που υψώνεται και αιωρείται ψηλά στον αέρα
4. το ουδ. ως ουσ. τo ὑπερπετές·καθετί που πετά ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. προπετής].
Greek Monotonic
ὑπερπετής: -ές, αυτός που πετάει πάνω από ή ψηλά, σε Στράβ.· μεταφ., αυτός που πετάει σε μεγάλο ύψος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὑπερ-πετής, ές
flying over or above, Strab.:—metaph. high-flying, Luc.