πλαγγόνα: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(Created page with "{{pape |ptext=https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0623.png Seite 623 ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL. }} {{ls |lstext='''πλαγγώ...")
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πλαγγών]], -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και [[πλαγγόνα]], η, Ν<br />μικρό κέρινο [[ομοίωμα]] ανθρώπου, κέρινη [[κούκλα]] με αρκετά πεπλατυσμένο [[σώμα]] και κινητά χέρια και πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σφαῑρα, [[καλαθίς]]» <br />β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μορφή]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλάγγ</i>-<i>ος</i>), η [[σημασία]] της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο <i>Πλαγγών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλαγγόνων</i>) [[μάλλον]] ταυτίζεται με το προσηγορικό].
|mltxt=η / [[πλαγγών]], -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και [[πλαγγόνα]], η, Ν<br />μικρό κέρινο [[ομοίωμα]] ανθρώπου, κέρινη [[κούκλα]] με αρκετά πεπλατυσμένο [[σώμα]] και κινητά χέρια και πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σφαῖρα, [[καλαθίς]]» <br />β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μορφή]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] ([[πρβλ]]. [[πλάγγος]]), η [[σημασία]] της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο <i>Πλαγγών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλαγγόνων</i>) [[μάλλον]] ταυτίζεται με το προσηγορικό].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">wax figure, wax doll</b> (Call. Cer. 91)<br />Derivatives: <b class="b3">πλαγγόνιον</b> n. <b class="b2">kind of ointment</b> (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The last acc. to Polem. after the discoverer <b class="b3">Πλαγγών</b>; also <b class="b3">πλαγγών</b> as appellat. from the PN (D. a. o.)?
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[wax figure]], [[wax doll]] (Call. Cer. 91)<br />Derivatives: [[πλαγγόνιον]] n. <b class="b2">kind of ointment</b> (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The last acc. to Polem. after the discoverer [[Πλαγγών]]; also [[πλαγγών]] as appellat. from the PN (D. a. o.)?
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''πλαγγών''': {plaggṓn}<br />'''Meaning''': [[Wachsfigur]], [[Wachspuppe]] (Kall. ''Cer''. 91)<br />'''Derivative''': mit [[πλαγγόνιον]] n. [[Art Salbe]] (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).<br />'''Etymology''' : Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch [[πλαγγών]] als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?<br />'''Page''' 2,547
|ftr='''πλαγγών''': {plaggṓn}<br />'''Meaning''': [[Wachsfigur]], [[Wachspuppe]] (Kall. ''Cer''. 91)<br />'''Derivative''': mit [[πλαγγόνιον]] n. [[Art Salbe]] (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).<br />'''Etymology''' : Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch [[πλαγγών]] als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?<br />'''Page''' 2,547
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 623] ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγγών: -όνος, ὁ, (πλάσσω) κηρίνη κοῦκλα, Καλλ. εἰς Δήμητρ. 91. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πλαγγών· κήρινον τι κοροκόσμιον, σφαῖρα, καλαθὶς (κάχαρις;), καὶ πλαγγόνες κεκρύφαλα».

Greek Monolingual

η / πλαγγών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Ν
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδια
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῖρα, καλαθίς»
β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφή της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω (πρβλ. πλάγγος), η σημασία της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο Πλαγγών (πρβλ. πλαγγόνων) μάλλον ταυτίζεται με το προσηγορικό].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: wax figure, wax doll (Call. Cer. 91)
Derivatives: πλαγγόνιον n. kind of ointment (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The last acc. to Polem. after the discoverer Πλαγγών; also πλαγγών as appellat. from the PN (D. a. o.)?

Frisk Etymology German

πλαγγών: {plaggṓn}
Meaning: Wachsfigur, Wachspuppe (Kall. Cer. 91)
Derivative: mit πλαγγόνιον n. Art Salbe (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Etymology : Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch πλαγγών als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?
Page 2,547