διαζευκτικός: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diazefktikos | |Transliteration C=diazefktikos | ||
|Beta Code=diazeuktiko/s | |Beta Code=diazeuktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διαζευκτική, διαζευκτικόν, [[disjunctive]], [[σύνδεσμος]] Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.''Conj.''216.10; [[συλλογισμός]] Chrysipp.Stoic.2.88; <b class="b3">πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευκτικούς</b> (''[[sc.]]'' [[λόγους]]), title of work by [[Chrysippus]], ''Stoic.''2.7. Adv. [[διαζευκτικῶς]] = [[disjunctively]] A.D.''Synt.''9.27. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> gram. [[disyuntivo]] σύνδεσμος Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.68, A.D.<i>Coni</i>.216.5, <i>Synt</i>.265.15, Plu.2.1026b, <i>Gramm.Pap</i>.2.108, συλλογισμός Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.88, πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευτικούς (<i>[[sc.]]</i> λόγους) tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.196, ὁ ‘ἢ’ δ. Steph.<i>in Hp.Aph</i>.3.152.5.<br /><b class="num">2</b> adv. [[διαζευκτικῶς]] = [[disyuntivamente]] A.D.<i>Synt</i>.9.27, κατὰ τοὺς τοιούτους ἅπαντας λόγους οἱ σύνδεσμοι οὐ δ., ἀλλὰ παραδιαζευκτικῶς εἰσιν Gal.7.537, cf. Phlp.<i>in APr</i>.17.29. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] ή, όν, trennend, [[σύνδεσμος]], conjunctio disjunctiva, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] ή, όν, [[trennend]], [[σύνδεσμος]], conjunctio disjunctiva, Gramm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[disjonctif]].<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαζευκτικός:''' грам. [[разделительный]] ([[σύνδεσμος]] Diog. L., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαζευκτικός''': -ή, -όν, [[λόγος]] ἢ [[σύνδεσμος]], [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9. | |lstext='''διαζευκτικός''': -ή, -όν, [[λόγος]] ἢ [[σύνδεσμος]], [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαζευκτικός]], -ή, -όν) [[διαζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[διαχωριστικός]], ο [[επιτήδειος]] στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] ή [[κατάλληλος]] για [[διάζευξη]] [[λόγος]] ή [[σύνδεσμος]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[διαζευκτικός]], -ή, -όν) [[διαζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[διαχωριστικός]], ο [[επιτήδειος]] στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] ή [[κατάλληλος]] για [[διάζευξη]] [[λόγος]] ή [[σύνδεσμος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:31, 20 March 2024
English (LSJ)
διαζευκτική, διαζευκτικόν, disjunctive, σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Conj.216.10; συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88; πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευκτικούς (sc. λόγους), title of work by Chrysippus, Stoic.2.7. Adv. διαζευκτικῶς = disjunctively A.D.Synt.9.27.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 gram. disyuntivo σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Coni.216.5, Synt.265.15, Plu.2.1026b, Gramm.Pap.2.108, συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88, πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευτικούς (sc. λόγους) tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.196, ὁ ‘ἢ’ δ. Steph.in Hp.Aph.3.152.5.
2 adv. διαζευκτικῶς = disyuntivamente A.D.Synt.9.27, κατὰ τοὺς τοιούτους ἅπαντας λόγους οἱ σύνδεσμοι οὐ δ., ἀλλὰ παραδιαζευκτικῶς εἰσιν Gal.7.537, cf. Phlp.in APr.17.29.
German (Pape)
[Seite 577] ή, όν, trennend, σύνδεσμος, conjunctio disjunctiva, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
disjonctif.
Étymologie: διαζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
διαζευκτικός: грам. разделительный (σύνδεσμος Diog. L., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαζευκτικός: -ή, -όν, λόγος ἢ σύνδεσμος, ἐπιτήδειος ἢ κατάλληλος πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαζευκτικός, -ή, -όν) διαζευγνύω
1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει
2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος.