τριττύαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trittyarchos
|Transliteration C=trittyarchos
|Beta Code=trittu/arxos
|Beta Code=trittu/arxos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">chief of a</b> τριττύς 111, <span class="title">IG</span>22.641.31 (iii B. C.), <span class="bibl">Poll.8.109</span>; = [[tribunus]], <span class="bibl">D.H.2.7</span>; of an officer in the army, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>25.58</span>; τριττυάρχης, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>768.13</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[chief]] of a [[τριττύς]] III, ''IG''22.641.31 (iii B. C.), Poll.8.109; = [[tribunus]], D.H.2.7; of an officer in the army, Lib.''Or.''25.58; [[τριττυάρχης]], ''EM''768.13.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριττύαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), [[Πολυδ]]., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».
|lstext='''τριττύαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), Πολυδ., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[τρικτύαρχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους<br /><b>2.</b> ο [[τριβούνος]] του ρωμαϊκού κράτους<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] του στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριττύς]] / [[τρικτύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|mltxt=και δ. γρφ. [[τρικτύαρχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους<br /><b>2.</b> ο [[τριβούνος]] του ρωμαϊκού κράτους<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] του στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριττύς]] / [[τρικτύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Anführer]], [[Vorsteher]] einer [[τριττύς]]</i>, Poll.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριττῠαρχος Medium diacritics: τριττύαρχος Low diacritics: τριττύαρχος Capitals: ΤΡΙΤΤΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: trittýarchos Transliteration B: trittyarchos Transliteration C: trittyarchos Beta Code: trittu/arxos

English (LSJ)

ὁ, chief of a τριττύς III, IG22.641.31 (iii B. C.), Poll.8.109; = tribunus, D.H.2.7; of an officer in the army, Lib.Or.25.58; τριττυάρχης, EM768.13.

Greek (Liddell-Scott)

τριττύαρχος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), Πολυδ., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».

Greek Monolingual

και δ. γρφ. τρικτύαρχος, ὁ, Α
1. ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους
2. ο τριβούνος του ρωμαϊκού κράτους
3. αξιωματικός του στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς + -αρχος].

German (Pape)

ὁ, Anführer, Vorsteher einer τριττύς, Poll.