ἐμπόλιον: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empolion | |Transliteration C=empolion | ||
|Beta Code=e)mpo/lion | |Beta Code=e)mpo/lion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[casing for a dowel]], ἐ. Χαλκᾶ ''IG''2.1054f4, 1054[[gA]]6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, casing for a dowel, ἐ. Χαλκᾶ IG2.1054f4, 1054gA6.
Spanish (DGE)
-ου, τό
arq. funda hecha de dos piezas cúbicas que rodea las clavijas que sujetan los tambores de las columnas ἐμπόλια χαλκᾶ IEleusis 157.4, cf. 20, 24 (IV a.C.), τετρᾶναι ... τοῖς ἐμπολίοις καὶ μολυβδοχοῆσαι ID 104.4a.A.6 (IV a.C.).
Greek Monolingual
ἐμπόλιον, το (Α)
ξύλινος κύβος που στερεωνόταν μεταξύ τών σπονδύλων τών κιόνων και στις δύο έδρες τους και χρησίμευε στην τέλεια προσαρμογή και σταθεροποίησή τους.