ἐνορκίζομαι: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enorkizomai | |Transliteration C=enorkizomai | ||
|Beta Code=e)norki/zomai | |Beta Code=e)norki/zomai | ||
|Definition=Med., | |Definition=Med., [[make]] one [[swear]], ἐ. τινὶ ποιεῖν τι ''IG''12(5).697.4 (Syros); <b class="b3">ἐ. τινὶ ὅρκον</b> ib.9(1).643 (Cephallenia), cf. J.''AJ''8.15.4 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐνωρκήσατο]]):—later in Act., ἐνορκίζω ὑμᾶς τὸν κύριον ἀναγνωσθῆναι τὴν ἐπιστολήν ''1 Ep.Thess.''5.27; ἐ. ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν δαιμόνων Tab. Defix.Aud. 26.15 (Cyprus, iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνορκίζομαι''': μέσ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, ἐν. τινὶ ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2347 q˙ ἐν τινὶ ὅρκον [[αὐτόθι]] 1933˙ διωρθώθη ὑπὸ Δινδ. ἐκ Χειρογρ. (ἀντὶ ἐνωρκήσαντο) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4. Τὸ ἐνεργ. ἐνορκίζω ἐν μεταγεν. τινὶ Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 9288˙ πρβλ. Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσσ. ε΄, 27˙ - ἐνορκέω [[αὐτόθι]] 1988 β. | |lstext='''ἐνορκίζομαι''': μέσ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, ἐν. τινὶ ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2347 q˙ ἐν τινὶ ὅρκον [[αὐτόθι]] 1933˙ διωρθώθη ὑπὸ Δινδ. ἐκ Χειρογρ. (ἀντὶ ἐνωρκήσαντο) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4. Τὸ ἐνεργ. ἐνορκίζω ἐν μεταγεν. τινὶ Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 9288˙ πρβλ. Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσσ. ε΄, 27˙ - ἐνορκέω [[αὐτόθι]] 1988 β. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
Med., make one swear, ἐ. τινὶ ποιεῖν τι IG12(5).697.4 (Syros); ἐ. τινὶ ὅρκον ib.9(1).643 (Cephallenia), cf. J.AJ8.15.4 (v.l. ἐνωρκήσατο):—later in Act., ἐνορκίζω ὑμᾶς τὸν κύριον ἀναγνωσθῆναι τὴν ἐπιστολήν 1 Ep.Thess.5.27; ἐ. ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν δαιμόνων Tab. Defix.Aud. 26.15 (Cyprus, iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνορκίζομαι: μέσ., κάμνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, ἐν. τινὶ ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2347 q˙ ἐν τινὶ ὅρκον αὐτόθι 1933˙ διωρθώθη ὑπὸ Δινδ. ἐκ Χειρογρ. (ἀντὶ ἐνωρκήσαντο) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4. Τὸ ἐνεργ. ἐνορκίζω ἐν μεταγεν. τινὶ Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 9288˙ πρβλ. Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσσ. ε΄, 27˙ - ἐνορκέω αὐτόθι 1988 β.