ἔκρηξις: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekriksis
|Transliteration C=ekriksis
|Beta Code=e)/krhcis
|Beta Code=e)/krhcis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">breaking out, discharge</b>, Hp.<span class="title">Steril.</span>213 ; [[bursting]] of an abscess, <span class="title">Hippiatr.</span> 20, al.; <b class="b3">ἐ. τοῦ ὕδατος</b> Sch.<span class="bibl">Theoc.7.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">bursting asunder</b>, τοῦ νέφους <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>395a15</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[breaking out]], [[discharge]], Hp.''Steril.''213; [[bursting]] of an [[abscess]], ''Hippiatr.'' 20, al.; <b class="b3">ἔκρηξις τοῦ ὕδατος</b> Sch.Theoc.7.5.<br><span class="bld">II</span> [[bursting asunder]], τοῦ νέφους Arist.''Mu.''395a15.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[descarga]], [[salida]] τῶν καταμηνίων Hp.<i>Steril</i>.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o<br /><b class="num"></b>[[reventón]] de un absceso <i>Hippiatr</i>.20.1, 96.3.<br /><b class="num">2</b> [[desgarrón]] τοῦ νέφους Arist.<i>Mu</i>.395<sup>a</sup>15.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἔκρηξις''': -εως, ἡ, [[διάρρηξις]], Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. [[ἐκραγή]]. ΙΙ. [[διάρρηξις]] εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18.
|lstext='''ἔκρηξις''': -εως, ἡ, [[διάρρηξις]], Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. [[ἐκραγή]]. ΙΙ. [[διάρρηξις]] εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-εως, <br /><b class="num">1</b> [[descarga]], [[salida]] τῶν καταμηνίων Hp.<i>Steril</i>.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o<br /><b class="num">•</b>[[reventón]] de un absceso <i>Hippiatr</i>.20.1, 96.3.<br /><b class="num">2</b> [[desgarrón]] τοῦ νέφους Arist.<i>Mu</i>.395<sup>a</sup>15.
|elrutext='''ἔκρηξις:''' εως ἡ [[разрыв]] (τοῦ νέφους Arst.).
}}
}}
{{elru
{{grml
|elrutext='''ἔκρηξις:''' εως ἡ разрыв (τοῦ νέφους Arst.).
|mltxt=η (Α [[ἔκρηξις]])<br />[[σπάσιμο]], [[διάρρηξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο [[ρήξη]], [[διάσπαση]] σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («[[έκρηξη]] οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> ξαφνική [[έναρξη]] σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («[[έκρηξη]] κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάσιμο]]<br /><b>2.</b> (ιατρ. για [[απόστημα]]) [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> «έκρηξις ύδατος» — η [[ανάβρυση]], ο [[τόπος]] όπου αναβρύζει το [[νερό]]<br /><b>4.</b> [[σχίσιμο]] στα δύο («έκρηξις του νέφους»).
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκρηξις Medium diacritics: ἔκρηξις Low diacritics: έκρηξις Capitals: ΕΚΡΗΞΙΣ
Transliteration A: ékrēxis Transliteration B: ekrēxis Transliteration C: ekriksis Beta Code: e)/krhcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A breaking out, discharge, Hp.Steril.213; bursting of an abscess, Hippiatr. 20, al.; ἔκρηξις τοῦ ὕδατος Sch.Theoc.7.5.
II bursting asunder, τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 descarga, salida τῶν καταμηνίων Hp.Steril.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o
reventón de un absceso Hippiatr.20.1, 96.3.
2 desgarrón τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.

German (Pape)

[Seite 778] ἡ, der Durchbruch, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκρηξις: -εως, ἡ, διάρρηξις, Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. ἐκραγή. ΙΙ. διάρρηξις εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18.

Russian (Dvoretsky)

ἔκρηξις: εως ἡ разрыв (τοῦ νέφους Arst.).

Greek Monolingual

η (Α ἔκρηξις)
σπάσιμο, διάρρηξη
νεοελλ.
1. ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο ρήξη, διάσπαση σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («έκρηξη οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)
2. ξαφνική έναρξη σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («έκρηξη κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)
αρχ.
1. σπάσιμο
2. (ιατρ. για απόστημα) άνοιγμα
3. «έκρηξις ύδατος» — η ανάβρυση, ο τόπος όπου αναβρύζει το νερό
4. σχίσιμο στα δύο («έκρηξις του νέφους»).