ἱδρωτήριον: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "ἄργελλα, ἱδρωτήριον" to "ἄργελλα, ἀφιδρωτήριον, ἱδρωτήριον") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idrotirion | |Transliteration C=idrotirion | ||
|Beta Code=i(drwth/rion | |Beta Code=i(drwth/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[sudatorium]], ''Glossaria'': pl., [[ἱδρωτήρια]] = [[sudorifics]], Paul.Aeg.3.74. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱδρωτήριον''': τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ [[μέρος]] τοῦ λουτρῶνος [[ἔνθα]] ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, [[πυριατήριον]], [[ὑπόκαυστον]], Γλωσσ. | |lstext='''ἱδρωτήριον''': τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ [[μέρος]] τοῦ λουτρῶνος [[ἔνθα]] ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, [[πυριατήριον]], [[ὑπόκαυστον]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἱδρωτήριον]]) [[ιδρώω]]<br />[[θάλαμος]] εφίδρωσης με την [[επίδραση]] θερμών ατμών<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέσο]] με το οποίο προκαλείται [[ιδρώτας]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[steam bath]]=== | |||
Chinese Mandarin: [[蒸汽浴]], [[蒸汽室]]; Finnish: höyrysauna; French: [[hammam]], [[bain de vapeur]]; Greek: [[ατμόλουτρο]]; Ancient Greek: [[ἄργελλα]], [[ἀφιδρωτήριον]], [[ἱδρωτήριον]], [[καπνιστήριον]], [[πυρία]], [[πυριατήριον]], [[πυρίη]], [[πυριητήριον]]; Hungarian: gőzfürdő; Icelandic: gufubað, eimbað; Latin: [[sudatorium]]; Polish: łaźnia parowa; Portuguese: [[banho de vapor]], [[banho a vapor]], [[banho turco]]; Russian: [[баня]], [[паровая баня]]; Spanish: [[baño de vapor]], [[baño turco]], [[sauna]]; Swedish: ångbad, ångbastu; Turkish: hamam; Yiddish: שוויץ, שוויצבאָד; Yup'ik: maqivik | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:02, 25 September 2024
English (LSJ)
τό, sudatorium, Glossaria: pl., ἱδρωτήρια = sudorifics, Paul.Aeg.3.74.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρωτήριον: τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ μέρος τοῦ λουτρῶνος ἔνθα ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, πυριατήριον, ὑπόκαυστον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
το (Α ἱδρωτήριον) ιδρώω
θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών
νεοελλ.
μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας.
Translations
steam bath
Chinese Mandarin: 蒸汽浴, 蒸汽室; Finnish: höyrysauna; French: hammam, bain de vapeur; Greek: ατμόλουτρο; Ancient Greek: ἄργελλα, ἀφιδρωτήριον, ἱδρωτήριον, καπνιστήριον, πυρία, πυριατήριον, πυρίη, πυριητήριον; Hungarian: gőzfürdő; Icelandic: gufubað, eimbað; Latin: sudatorium; Polish: łaźnia parowa; Portuguese: banho de vapor, banho a vapor, banho turco; Russian: баня, паровая баня; Spanish: baño de vapor, baño turco, sauna; Swedish: ångbad, ångbastu; Turkish: hamam; Yiddish: שוויץ, שוויצבאָד; Yup'ik: maqivik