κατατριβή: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatrivi
|Transliteration C=katatrivi
|Beta Code=katatribh/
|Beta Code=katatribh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wasting]], [[squandering]], <b class="b3">τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης</b>] <span class="bibl">D.L.6.24</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[wasting]], [[squandering]], <b class="b3">τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης]</b> D.L.6.24.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρῑβή:''' ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. [[Sinopeus]] ap. Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κατατριβή]]) [[κατατρίβω]]<br />[[καταπόνηση]], [[εξάντληση]], [[φθορά]] δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] ψιμυθίου στο [[πρόσωπο]], [[ψιμυθίωση]], [[βάψιμο]] προσώπου<br /><b>2.</b> [[σπατάλη]], ασωτεία.
|mltxt=η (Α [[κατατριβή]]) [[κατατρίβω]]<br />[[καταπόνηση]], [[εξάντληση]], [[φθορά]] δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] ψιμυθίου στο [[πρόσωπο]], [[ψιμυθίωση]], [[βάψιμο]] προσώπου<br /><b>2.</b> [[σπατάλη]], ασωτεία.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρῑβή:''' ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. [[Sinopeus]] ap. Diog. L.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρῐβή Medium diacritics: κατατριβή Low diacritics: κατατριβή Capitals: ΚΑΤΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: katatribḗ Transliteration B: katatribē Transliteration C: katatrivi Beta Code: katatribh/

English (LSJ)

ἡ, wasting, squandering, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης] D.L.6.24.

Russian (Dvoretsky)

κατατρῑβή: ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. Sinopeus ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρῐβή: ἡ, προστριβή, ἐπίθεσις ψιμυθίου, ψιμυθισμός, Κλήμ., Ἀλ. 254. ΙΙ. κενὴ κατανάλωσις τοῦ χρόνου, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβὴν ὠνόμαζεν ὁ Διογένης Διογ. Λ. 6. 24.

Greek Monolingual

η (Α κατατριβή) κατατρίβω
καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου
αρχ.
1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου
2. σπατάλη, ασωτεία.