ἐριδινής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eridinis | |Transliteration C=eridinis | ||
|Beta Code=e)ridinh/s | |Beta Code=e)ridinh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐριδινές<br><span class="bld">A</span>, ([[δῖνος]]) [[whirling]], [[eddying swiftly]], Tryph.231 ([[varia lectio|v.l.]] [[περιδινής]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐριδινές
A, (δῖνος) whirling, eddying swiftly, Tryph.231 (v.l. περιδινής).
German (Pape)
[Seite 1028] ές, sehr wirbelnd, Tryph. 231.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριδῑνής: -ές, (δῖνος), ὁ λίαν ταχέως περιδινούμενος, καπνὸν ἐρευγομένη ἐριδινέα Τρυφιόδ. 231.
Greek Monolingual
ἐριδινής, -ές (Α)
αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + -δινής (< δίνος «περιστροφή»].