Μεγαρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (elru replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Megareys
|Transliteration C=Megareys
|Beta Code=&#42;megareu/s
|Beta Code=&#42;megareu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[citizen of Megara]], <span class="bibl">Thgn.23</span>, etc.: pl. <b class="b3">Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς</b>, <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, etc.: prov., <b class="b3">Μεγαρέων δάκρυα</b> 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), <span class="bibl">Zen.5.8</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ, [[citizen of Megara]], Thgn.23, etc.: pl. <b class="b3">Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς</b>, [[Herodotus|Hdt.]]1.59, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">Μεγαρέων δάκρυα</b> 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8.
}}
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />[[de Mégare]], [[Mégarien]].<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''Μεγᾰρεύς:''' έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.<br />έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Μεγᾰρεύς''': έως, ὁ, [[πολίτης]] ἢ [[κάτοικος]] τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», ([[ἕνεκα]] τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ [[Μέγαρα]]), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.
|lstext='''Μεγᾰρεύς''': έως, ὁ, [[πολίτης]] ἢ [[κάτοικος]] τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», ([[ἕνεκα]] τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ [[Μέγαρα]]), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.
}}
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />de Mégare, Mégarien.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μεγᾰρεύς:''' -έως, ὁ, [[πολίτης]] των Μεγάρων, πληθ. <i>Μεγαρεῖς</i> ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''Μεγᾰρεύς:''' -έως, ὁ, [[πολίτης]] των Μεγάρων, πληθ. <i>Μεγαρεῖς</i> ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''Μεγᾰρεύς:''' έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.<br />έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μεγᾰρεύς, έως, [from [[Μέγαράδε]]<br />a [[citizen]] of [[Megara]], pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc.
|mdlsjtxt=Μεγᾰρεύς, έως, [from [[Μέγαράδε]]<br />a [[citizen]] of [[Megara]], pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc.
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μεγᾰρεύς Medium diacritics: Μεγαρεύς Low diacritics: Μεγαρεύς Capitals: ΜΕΓΑΡΕΥΣ
Transliteration A: Megareús Transliteration B: Megareus Transliteration C: Megareys Beta Code: *megareu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, citizen of Megara, Thgn.23, etc.: pl. Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς, Hdt.1.59, etc.: prov., Μεγαρέων δάκρυα 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8.

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
de Mégare, Mégarien.
Étymologie: Μέγαρα.

Russian (Dvoretsky)

Μεγᾰρεύς: έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.
έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

Μεγᾰρεύς: έως, ὁ, πολίτηςκάτοικος τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», (ἕνεκα τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ Μέγαρα), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α Μεγαρεύς, θηλ. Μεγαρίς) Μέγαρα
1. ο κάτοικος τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα Μέγαρα
αρχ.
παροιμ. «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα.

Greek Monotonic

Μεγᾰρεύς: -έως, ὁ, πολίτης των Μεγάρων, πληθ. Μεγαρεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

Μεγᾰρεύς, έως, [from Μέγαράδε
a citizen of Megara, pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc.