μελαμψίθιος: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melampsithios | |Transliteration C=melampsithios | ||
|Beta Code=melamyi/qios | |Beta Code=melamyi/qios | ||
|Definition=[ῐθ] (sc. | |Definition=[ῐθ] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]]), ὁ, [[wine made from black]] [[ψίθιος]], Dsc.5.6, Orib.''Fr.''64. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐθ] (sc. οἶνος), ὁ, wine made from black ψίθιος, Dsc.5.6, Orib.Fr.64.
Greek (Liddell-Scott)
μελαμψίθιος: ὁ, μέλας ψίθιος οἶνος, ὁ μὲν μέλας, καλούμενος δὲ μελαμψίθιος, παχύς ἐστι καὶ πολύτροφος Διοσκ. 5, 9.
Greek Monolingual
μελαμψίθιος, ὁ (Α)
φρ. «μελαμψίθιος οἶνος» — μαύρος οίνος παρασκευασμένος από ένα είδος αμπέλου, την ψιθία άμπελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ψίθιος «είδος οίνου»].