βαδιστός: Difference between revisions
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vadistos | |Transliteration C=vadistos | ||
|Beta Code=badisto/s | |Beta Code=badisto/s | ||
|Definition= | |Definition=βαδιστή, βαδιστόν, [[that can be passed on foot]], Arr.''Ind.''43.10:—but βάδιστοι· [[βαδύτατοι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (i.e. <b class="b3">ἡδ-</b>). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[accesible]] de lugares [[εἴπερ]] πλωτά τε ἦν καὶ βαδιστά Arr.<i>Ind</i>.43.10, ἵπποις πεδιάδα βαδιστήν Sch.Pi.<i>P</i>.5.123. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαδιστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις [[πεζῇ]] νὰ διέλθῃ, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ βαδίσῃ, Ἀρρ. Ἰνδ. 43. | |lstext='''βαδιστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις [[πεζῇ]] νὰ διέλθῃ, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ βαδίσῃ, Ἀρρ. Ἰνδ. 43. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαδιστός]], -ή, -όν (Α) [[βαδίζω]]<br />(για ποταμό) [[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαβεί με τα πόδια ([[χωρίς]] σχεδίες). | |mltxt=[[βαδιστός]], -ή, -όν (Α) [[βαδίζω]]<br />(για ποταμό) [[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαβεί με τα πόδια ([[χωρίς]] σχεδίες). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
βαδιστή, βαδιστόν, that can be passed on foot, Arr.Ind.43.10:—but βάδιστοι· βαδύτατοι, Hsch. (i.e. ἡδ-).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
accesible de lugares εἴπερ πλωτά τε ἦν καὶ βαδιστά Arr.Ind.43.10, ἵπποις πεδιάδα βαδιστήν Sch.Pi.P.5.123.
German (Pape)
[Seite 423] zu gehen, gangbar, Arr. Ind. 43.
Greek (Liddell-Scott)
βαδιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις πεζῇ νὰ διέλθῃ, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ βαδίσῃ, Ἀρρ. Ἰνδ. 43.
Greek Monolingual
βαδιστός, -ή, -όν (Α) βαδίζω
(για ποταμό) εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί με τα πόδια (χωρίς σχεδίες).