κακεντρεχής: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakentrechis | |Transliteration C=kakentrechis | ||
|Beta Code=kakentrexh/s | |Beta Code=kakentrexh/s | ||
|Definition= | |Definition=κακεντρεχές, [[active in mischief]], Epich. [259], Plb.22.19.3, Str.7.3.7; κ. τῇ διανοίᾳ Vett.Val.17.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
κακεντρεχές, active in mischief, Epich. [259], Plb.22.19.3, Str.7.3.7; κ. τῇ διανοίᾳ Vett.Val.17.5.
German (Pape)
[Seite 1298] ές, arglistig, zum Bösen geneigt; Epicharm. B. A. 105; ἁπλούστατοι καὶ ἥκιστα κακεντρεχεῖς Strab. VII, 301; Pol. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκεντρεχής: -ές, ὁ ἐν κακοῖς ἐντρεχής, δραστήριος εἰς τὸ κακόν, κακός, δόλιος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 105, Πολύβ. ἐν Gall. Vat. (Mai) 2. 414, Στράβ. 301. - Ἐπίρρ. -χῶς, Βασίλ. IV. 865C, Ὠριγέν. VII. 152Β.
Greek Monolingual
ές (AM κακεντρεχής, -ές)
αυτός που αισθάνεται χαρά όταν οι άλλοι δυστυχούν, χαιρέκακος, μοχθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ἐντρεχής «ικανός, επιδέξιος»].