κληρωτής: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klirotis
|Transliteration C=klirotis
|Beta Code=klhrwth/s
|Beta Code=klhrwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who presided over elections by lot]] or [[distributions of jurors]], <span class="bibl">Poll.9.44</span>; Dor. <b class="b3">κλᾱρωτὰς δικαστᾶν</b> Maiuri [[Nuova Silloge]]<span class="bibl">18</span>.</span>
|Definition=κληρωτοῦ, ὁ, [[one who presided over elections by lot]] or [[distributions of jurors]], Poll.9.44; Dor. <b class="b3">κλᾱρωτὰς δικαστᾶν</b> Maiuri [[Nuova Silloge]]18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κληρωτής''': -οῦ, ὁ, = [[κληρωτός]], [[Πολυδ]]. Θϳ, 44. ΙΙ. = [[κληρονόμος]], Ἐκκλ.
|lstext='''κληρωτής''': -οῦ, ὁ, = [[κληρωτός]], Πολυδ. Θϳ, 44. ΙΙ. = [[κληρονόμος]], Ἐκκλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κληρωτής]], δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με μια κληρονομημένη [[ιδιότητα]], ο [[κληρονόμος]], ο [[κτήτορας]] («ἀρετῆς κληρωτήν», Μακάρ.).
|mltxt=[[κληρωτής]], δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με μια κληρονομημένη [[ιδιότητα]], ο [[κληρονόμος]], ο [[κτήτορας]] («ἀρετῆς κληρωτήν», Μακάρ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρωτής Medium diacritics: κληρωτής Low diacritics: κληρωτής Capitals: ΚΛΗΡΩΤΗΣ
Transliteration A: klērōtḗs Transliteration B: klērōtēs Transliteration C: klirotis Beta Code: klhrwth/s

English (LSJ)

κληρωτοῦ, ὁ, one who presided over elections by lot or distributions of jurors, Poll.9.44; Dor. κλᾱρωτὰς δικαστᾶν Maiuri Nuova Silloge18.

German (Pape)

[Seite 1452] ὁ, der durchs Loos Erwählende, Poll. 9, 44. – Bei K. S. auch = Besitzer.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτής: -οῦ, ὁ, = κληρωτός, Πολυδ. Θϳ, 44. ΙΙ. = κληρονόμος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κληρωτής, δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) κληρώ
1. αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο
2. ο προικισμένος με μια κληρονομημένη ιδιότητα, ο κληρονόμος, ο κτήτορας («ἀρετῆς κληρωτήν», Μακάρ.).