μισθοδοσία: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthodosia
|Transliteration C=misthodosia
|Beta Code=misqodosi/a
|Beta Code=misqodosi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[payment of wages]], <span class="bibl">Th.8.83</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.22</span> (pl.), etc.; τῶν ξένων <span class="bibl">D.S.16.73</span>.</span>
|Definition=(from [[μισθοδοτέω]]) ἡ, [[payment of wages]], Th.8.83, X.''An.''2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.73.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ἡ, das Lohngeben, Besolden; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ἡ, das [[Lohngeben]], [[Besolden]]; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[paiement d'une solde]] ; [[solde]].<br />'''Étymologie:''' [[μισθοδότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοδοσία:''' ἡ [[выплата жалованья]], [[оплата]] (τῶν [[ξένων]] Diod.): [[ἄρρωστος]] ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοδοσία''': ἡ, ἡ πληρωμὴ τοῦ μισθοῦ, Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 22, κ. ἀλλ.· τῶν ξένων Διόδ. 16. 73.
|lstext='''μισθοδοσία''': ἡ, ἡ πληρωμὴ τοῦ μισθοῦ, Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 22, κ. ἀλλ.· τῶν ξένων Διόδ. 16. 73.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />paiement d’une solde ; solde.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοδότης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθοδοσία:''' ἡ, [[καταβολή]] μισθού, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''μισθοδοσία:''' ἡ, [[καταβολή]] μισθού, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοδοσία:''' ἡ выплата жалованья, оплата (τῶν [[ξένων]] Diod.): [[ἄρρωστος]] ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μισθοδοσία]], ἡ,<br />[[payment]] of wages, Thuc., Xen. [from [[μισθοδοτέω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοδοσία Medium diacritics: μισθοδοσία Low diacritics: μισθοδοσία Capitals: ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ
Transliteration A: misthodosía Transliteration B: misthodosia Transliteration C: misthodosia Beta Code: misqodosi/a

English (LSJ)

(from μισθοδοτέω) ἡ, payment of wages, Th.8.83, X.An.2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων D.S.16.73.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, das Lohngeben, Besolden; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
paiement d'une solde ; solde.
Étymologie: μισθοδότης.

Russian (Dvoretsky)

μισθοδοσία:выплата жалованья, оплата (τῶν ξένων Diod.): ἄρρωστος ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδοσία: ἡ, ἡ πληρωμὴ τοῦ μισθοῦ, Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 22, κ. ἀλλ.· τῶν ξένων Διόδ. 16. 73.

Greek Monolingual

η (Α μισθοδοσία) μισθοδότης
καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.)
νεοελλ.
το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές.

Greek Monotonic

μισθοδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, σε Θουκ., Ξεν.