τρυγηφάνιος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (pape replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trygifanios | |Transliteration C=trygifanios | ||
|Beta Code=trughfa/nios | |Beta Code=trughfa/nios | ||
|Definition= | |Definition=[[οἶνος]], ὁ, [[second]] [[wine]] [[pressed from the husks]], Poll.6.17; also [[τρυγηφάνιον]], τό, Id.7.151: cf. [[δευτερίας]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγηφάνιος''': [[οἶνος]], ὁ, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] λαμβανόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, Λατ. | |lstext='''τρῠγηφάνιος''': [[οἶνος]], ὁ, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] λαμβανόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, Λατ. [[lora]], Πολυδ. ϛʹ, 17· οὕτω τρυγηφάνιον, τό, ὁ αὐτ. 7. 151· πρβλ. [[δευτερίας]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη [[μάζα]] που απομένει [[μετά]] την [[έκθλιψη]] τών σταφυλιών, ο [[στεμφυλίτης]] ή [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρυγηφάνιον</i><br />([[κατά]] τον <b> | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη [[μάζα]] που απομένει [[μετά]] την [[έκθλιψη]] τών σταφυλιών, ο [[στεμφυλίτης]] ή [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρυγηφάνιον</i><br />([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) [[στεμφυλίτης]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύξ]], <i>τρυγός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φάνιος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- του ρ. [[φαίνω]] /[[φαίνομαι]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, [[οἶνος]], <i>aus den Trestern gepreßter [[Nachwein]], [[Lauer]]</i>, Poll. 6.17; τὸ τρυγηφάνιον, 7.151. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
οἶνος, ὁ, second wine pressed from the husks, Poll.6.17; also τρυγηφάνιον, τό, Id.7.151: cf. δευτερίας.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγηφάνιος: οἶνος, ὁ, δεύτερος οἶνος λαμβανόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, Λατ. lora, Πολυδ. ϛʹ, 17· οὕτω τρυγηφάνιον, τό, ὁ αὐτ. 7. 151· πρβλ. δευτερίας.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για κρασί) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών, ο στεμφυλίτης ή δευτερίας οίνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυγηφάνιον
(κατά τον Πολυδ.) στεμφυλίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + -φάνιος (< θ. φαν- του ρ. φαίνω /φαίνομαι)].
German (Pape)
ὁ, οἶνος, aus den Trestern gepreßter Nachwein, Lauer, Poll. 6.17; τὸ τρυγηφάνιον, 7.151.