τρυγήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trygisimos | |Transliteration C=trygisimos | ||
|Beta Code=trugh/simos | |Beta Code=trugh/simos | ||
|Definition= | |Definition=τρυγήσιμον, [[ripe for gathering]], EM271.32, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[διατρύγιος]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τρυγήσιμος]], -η, -ον, ΝΑ [[τρύγησις]]<br />(για καρπούς) [[κατάλληλος]] για [[τρύγηση]], για [[συγκομιδή]] («τρυγήσιμα σταφύλια»). | |mltxt=-η, -ο / [[τρυγήσιμος]], -η, -ον, ΝΑ [[τρύγησις]]<br />(για καρπούς) [[κατάλληλος]] για [[τρύγηση]], για [[συγκομιδή]] («τρυγήσιμα σταφύλια»). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον, <i>[[lesbar]], zur [[Ernte]] od. [[Weinlese]] reif, EM</i>. 271.32. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
τρυγήσιμον, ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).