ἄκοινος: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akoinos | |Transliteration C=akoinos | ||
|Beta Code=a)/koinos | |Beta Code=a)/koinos | ||
|Definition= | |Definition=ἄκοινον, [[not common]], Them.''Or.''11.142a. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no común]], [[particular]] ἄ. ... καὶ [[ἀπόρρητος]] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἡ τῶν ἔργων παρασκευή Them.<i>Or</i>.11.142a.<br /><b class="num">2</b> [[solitario]] ἄ. ἐν τῷ κοινῷ solitario en (medio de) la comunidad</i> Gr.Naz.M.36.268C<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἄκοινον]] = [[soledad]] τὸ ἄ. ἐν τῷ κοινῷ Gr.Naz.M.35.724B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκοινος''': -ον, ὁ μὴ [[κοινός]], Θεμιστ. Λόγ. 142Α. | |lstext='''ἄκοινος''': -ον, ὁ μὴ [[κοινός]], Θεμιστ. Λόγ. 142Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄκοινος]], -ον (Α) [[κοινός]]<br />αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει [[γνωστός]]. | |mltxt=[[ἄκοινος]], -ον (Α) [[κοινός]]<br />αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει [[γνωστός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:07, 30 October 2024
English (LSJ)
ἄκοινον, not common, Them.Or.11.142a.
Spanish (DGE)
-ον
1 no común, particular ἄ. ... καὶ ἀπόρρητος πρὸς τοὺς πολλοὺς ἡ τῶν ἔργων παρασκευή Them.Or.11.142a.
2 solitario ἄ. ἐν τῷ κοινῷ solitario en (medio de) la comunidad Gr.Naz.M.36.268C
•subst. τὸ ἄκοινον = soledad τὸ ἄ. ἐν τῷ κοινῷ Gr.Naz.M.35.724B.
German (Pape)
[Seite 75] nicht gemein, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκοινος: -ον, ὁ μὴ κοινός, Θεμιστ. Λόγ. 142Α.
Greek Monolingual
ἄκοινος, -ον (Α) κοινός
αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός.