βαδιστέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vadisteon
|Transliteration C=vadisteon
|Beta Code=badiste/on
|Beta Code=badiste/on
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one must walk</b> or <b class="b2">go</b>, σοὶ β. πάρος <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span> 1502</span>, <span class="bibl">Str.17.1.54</span>; <b class="b2">one must proceed</b>, ἐπὶ τὸ καθόλου <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1180b21</span>: pl., βαδιστέα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>394</span>.</span>
|Definition=[[one must walk]] or [[go]], σοὶ β. πάρος S.''El.'' 1502, Str.17.1.54; [[one must proceed]], ἐπὶ τὸ καθόλου [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1180b21: pl., βαδιστέα [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''394.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰδιστέον) <b class="num">• Alolema(s):</b> plu. -τέα Ar.<i>Ach</i>.394, Philostr.<i>VA</i> 1.18<br />[[hay que caminar, que andar]] σοὶ β. πάρος tú eres el que tienes que marchar delante</i> S.<i>El</i>.1502, καί μοι βαδιστέ' ἐστιν ὡς Εὐριπίδην tengo que ir a buscar a Eurípides</i> Ar.l.c., ἀλλ' ὅμως β. Ar.<i>Lys</i>.292, ἵνα ... ὥσπερ ὁδὸν ᾗ β. ῥᾴδιον πορευώμεθα Aristox.<i>Harm</i>.39.6, ποῖ δὴ οὖν β.; Alciphr.3.6.2, ἐμοὶ δὲ βαδιστέα, οἷ σοφία τε καὶ [[δαίμων]] με [[ἄγει]] Philostr.l.c.<br /><b class="num"></b>fig. ἐπὶ τὸ καθόλου β. εἶναι hay que ir a lo general</i> Arist.<i>EN</i> 1180<sup>b</sup>21, β. μὲν οὖν καὶ ἐπ' ἐκεῖνα συνεχῶς Epicur.<i>Ep</i>.[2] 36, κἀκεῖ β. τὴν [[ἄνω]] πορείαν y allí hay que encaminarse a la vía superior</i> Plot.1.3.2.
}}
{{ls
|lstext='''βαδιστέον''': ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ βαδίσῃ ἢ ὑπάγῃ ἢ περιπατήσῃ, σοὶ βαδ. [[πάρος]] Σοφ. Ἠλ. 1502, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 16· - οὕτω κατὰ πληθ., βαδιστέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 394.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαδιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βαδίζω]], πρέπει [[κανείς]] να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] και στον πληθ., <i>βαδιστέα</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαδιστέον]], adj. verb. van [[βαδίζω]], ook plur. βαδιστέα<br /><b class="num">1.</b> er moet gegaan worden.<br /><b class="num">2.</b> overdr. men moet zich wenden tot, richten op, met [[ἐπί]] + acc.. Aristot. EN 1180b21.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαδιστέον Medium diacritics: βαδιστέον Low diacritics: βαδιστέον Capitals: ΒΑΔΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: badistéon Transliteration B: badisteon Transliteration C: vadisteon Beta Code: badiste/on

English (LSJ)

one must walk or go, σοὶ β. πάρος S.El. 1502, Str.17.1.54; one must proceed, ἐπὶ τὸ καθόλου Arist.EN1180b21: pl., βαδιστέα Ar.Ach.394.

Spanish (DGE)

(βᾰδιστέον) • Alolema(s): plu. -τέα Ar.Ach.394, Philostr.VA 1.18
hay que caminar, que andar σοὶ β. πάρος tú eres el que tienes que marchar delante S.El.1502, καί μοι βαδιστέ' ἐστιν ὡς Εὐριπίδην tengo que ir a buscar a Eurípides Ar.l.c., ἀλλ' ὅμως β. Ar.Lys.292, ἵνα ... ὥσπερ ὁδὸν ᾗ β. ῥᾴδιον πορευώμεθα Aristox.Harm.39.6, ποῖ δὴ οὖν β.; Alciphr.3.6.2, ἐμοὶ δὲ βαδιστέα, οἷ σοφία τε καὶ δαίμων με ἄγει Philostr.l.c.
fig. ἐπὶ τὸ καθόλου β. εἶναι hay que ir a lo general Arist.EN 1180b21, β. μὲν οὖν καὶ ἐπ' ἐκεῖνα συνεχῶς Epicur.Ep.[2] 36, κἀκεῖ β. τὴν ἄνω πορείαν y allí hay que encaminarse a la vía superior Plot.1.3.2.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ βαδίσῃ ἢ ὑπάγῃ ἢ περιπατήσῃ, σοὶ βαδ. πάρος Σοφ. Ἠλ. 1502, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 16· - οὕτω κατὰ πληθ., βαδιστέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 394.

Greek Monotonic

βαδιστέον: ρημ. επίθ. του βαδίζω, πρέπει κανείς να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την ίδια σημασία και στον πληθ., βαδιστέα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαδιστέον, adj. verb. van βαδίζω, ook plur. βαδιστέα
1. er moet gegaan worden.
2. overdr. men moet zich wenden tot, richten op, met ἐπί + acc.. Aristot. EN 1180b21.