ἀσυμπλήρωτος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asymplirotos
|Transliteration C=asymplirotos
|Beta Code=a)sumplh/rwtos
|Beta Code=a)sumplh/rwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not filled up]], Dsc.1.70.</span>
|Definition=ἀσυμπλήρωτον, [[not filled up]], Dsc.1.70.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no colmado]], [[incompleto]] τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυμπλήρωτος''': -ον, μὴ [[πλήρης]], μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.
|lstext='''ἀσυμπλήρωτος''': -ον, μὴ [[πλήρης]], μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no colmado]], [[incompleto]] τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπλήρωτος Medium diacritics: ἀσυμπλήρωτος Low diacritics: ασυμπλήρωτος Capitals: ΑΣΥΜΠΛΗΡΩΤΟΣ
Transliteration A: asymplḗrōtos Transliteration B: asymplērōtos Transliteration C: asymplirotos Beta Code: a)sumplh/rwtos

English (LSJ)

ἀσυμπλήρωτον, not filled up, Dsc.1.70.

Spanish (DGE)

-ον
no colmado, incompleto τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.

German (Pape)

[Seite 380] nicht angefüllt, unvollständig?

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπλήρωτος: -ον, μὴ πλήρης, μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυμπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.