στυππειουργός: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styppeiourgos
|Transliteration C=styppeiourgos
|Beta Code=stuppeiourgo/s
|Beta Code=stuppeiourgo/s
|Definition=ὁ, written στυππεουργός, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tow-worker]], PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written <b class="b3">στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός</b> (qq.v.).</span>
|Definition=ὁ, written [[στυππεουργός]], [[tow]]-[[worker]], [[worker in tow]], PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written [[στιππυουργός]], [[στιπεουργός]], [[στιππουργός]], [[στιπουργός]] ([[quod vide|qq.v.]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και στυππεουργός και [[στιππυουργός]] και [[στιπεουργός]] και <i>στιπ</i>- (π)ουργός και [[σιππουργός]], ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή υφασμάτων από [[λινάρι]] ή καννάβι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στυππεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=και στυππεουργός και [[στιππυουργός]] και [[στιπεουργός]] και <i>στιπ</i>- (π)ουργός και [[σιππουργός]], ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή υφασμάτων από [[λινάρι]] ή καννάβι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στυππεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ξυλουργός]]].
}}
{{grml
|mltxt=και στυππεουργός και [[στιππυουργός]] και [[στιπεουργός]] και <i>στιπ</i>- (π)ουργός και [[σιππουργός]], ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή υφασμάτων από [[λινάρι]] ή καννάβι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στυππεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππειουργός Medium diacritics: στυππειουργός Low diacritics: στυππειουργός Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: styppeiourgós Transliteration B: styppeiourgos Transliteration C: styppeiourgos Beta Code: stuppeiourgo/s

English (LSJ)

ὁ, written στυππεουργός, tow-worker, worker in tow, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).

Greek Monolingual

και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].