ἐϋστρεφής: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eystrefis
|Transliteration C=eystrefis
|Beta Code=e)u+strefh/s
|Beta Code=e)u+strefh/s
|Definition=ές, (στρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[well-twisted]], of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν <span class="bibl">Il.15.463</span>; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός <span class="bibl">Od.21.408</span>; <b class="b3">πεῖσμα ἐϋ</b>. <span class="bibl">10.167</span>; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ <span class="bibl">14.346</span>; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι <span class="bibl">9.427</span>; v. [[εὔστροφος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[shapely]], ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).</span>
|Definition=ἐϋστρεφές, ([[στρέφω]])<br><span class="bld">A</span> [[well-twisted]], of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; <b class="b3">πεῖσμα ἐϋ.</b> 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. [[εὔστροφος]].<br><span class="bld">II</span> [[shapely]], ὦμοι Simm.1.10 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[εὐστρεφής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐϋστρεφής''': -ές, ([[στρέφω]]) [[εὔστρεπτος]], ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς [[ἔντερον]] οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, [[πεῖσμα]] ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, [[εὐλύγιστος]], ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.
|lstext='''ἐϋστρεφής''': -ές, ([[στρέφω]]) [[εὔστρεπτος]], ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς [[ἔντερον]] οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, [[πεῖσμα]] ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, [[εὐλύγιστος]], ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[εὐστρεφής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐϋστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για [[χορδή]] τόξου ή λύρας) ο [[στριμμένος]] καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> καλοσχηματισμένος, [[αρμονικός]] («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-<i>στρεφής</i>, <i>επι</i>-<i>στρεφής</i>].
|mltxt=[[ἐϋστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για [[χορδή]] τόξου ή λύρας) ο [[στριμμένος]] καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> καλοσχηματισμένος, [[αρμονικός]] («ἐϋστρεφεῖς ὦμοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. [[αμφιστρεφής]], [[επιστρεφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐϋστρεφής:''' -ές ([[στρέφω]]), [[καλά]] στριφογυρισμένος, λέγεται για [[σχοινιά]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐϋστρεφής:''' -ές ([[στρέφω]]), [[καλά]] στριφογυρισμένος, λέγεται για [[σχοινιά]], σε Όμηρ.
}}
{{pape
|ptext=ep. = [[εὐστρεφής]].
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

English (LSJ)

ἐϋστρεφές, (στρέφω)
A well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος.
II shapely, ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

épq. c. εὐστρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋστρεφής: -ές, (στρέφω) εὔστρεπτος, ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, πεῖσμα ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, εὐλύγιστος, ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.

Greek Monolingual

ἐϋστρεφής, -ές (Α)
1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.)
2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῖς ὦμοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στρεφής (< στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφιστρεφής, επιστρεφής].

Greek Monotonic

ἐϋστρεφής: -ές (στρέφω), καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά, σε Όμηρ.

German (Pape)

ep. = εὐστρεφής.