επιστρεφής

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source

Greek Monolingual

ἐπιστρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.)
2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή»)
3. ευλύγιστος
4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος
5. επιστρεπτικός.
επίρρ...
ἐπιστρεφῶς και ιων. τ. επιστρεφέως
1. δραστήρια, με ενεργητικότητα
2. με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στρεφής (< στρέφος)].