επιστρεφής

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

ἐπιστρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.)
2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή»)
3. ευλύγιστος
4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος
5. επιστρεπτικός.
επίρρ...
ἐπιστρεφῶς και ιων. τ. επιστρεφέως
1. δραστήρια, με ενεργητικότητα
2. με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στρεφής (< στρέφος)].