εὐδιάκριτος: Difference between revisions
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdiakritos | |Transliteration C=evdiakritos | ||
|Beta Code=eu)dia/kritos | |Beta Code=eu)dia/kritos | ||
|Definition= | |Definition=εὐδιάκριτον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to distinguish]], A.D.''Adv.''164.12, Gal.1.317.<br><span class="bld">2</span> [[easy to explain]], [[clear]], <b class="b3">σαφῆ καὶ εὐ.</b> Just.''Nov.''166''Pr.'', cf. Sch.Il.24.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐδιάκριτον,
A easy to distinguish, A.D.Adv.164.12, Gal.1.317.
2 easy to explain, clear, σαφῆ καὶ εὐ. Just.Nov.166Pr., cf. Sch.Il.24.23.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu unterscheiden, Schol. Il. 24, 23; Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάκρῐτος: -ον, ὁ εὐκόλως διακρινόμενος, Γαλην. τ. 2. σ. 200. 2) εὐεξήγητος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 23. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως διακρίνων, Εὐστ. Πονημάτ. 140. 3, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. Πονημάτ. 8. 91, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, -ον)
αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός
μσν.
διακριτικός, ευγενικός
μσν.-αρχ.
αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος.
επίρρ...
ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως)
με τρόπο ώστε να διακρίνεται κάτι εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάκριτος (< διακρίνω)].