κακοθέλω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakothelo
|Transliteration C=kakothelo
|Beta Code=kakoqe/lw
|Beta Code=kakoqe/lw
|Definition=(incorrect form), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be illdisposed]], PMasp.151.177 (vi A.D.).</span>
|Definition=(incorrect form), to [[be illdisposed]], PMasp.151.177 (vi A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κακοθελώ (AM [[κακοθέλω]], Μ και κακοθελώ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[θέλω]], [[εύχομαι]] το [[κακό]] του άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) [[είμαι]] [[κακώς]], δυσμενώς διατεθειμένος [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=και κακοθελώ (AM [[κακοθέλω]], Μ και κακοθελώ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[θέλω]], [[εύχομαι]] το [[κακό]] του άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) [[είμαι]] [[κακώς]], δυσμενώς διατεθειμένος [[εναντίον]] κάποιου.
}}
}}

Latest revision as of 00:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθέλω Medium diacritics: κακοθέλω Low diacritics: κακοθέλω Capitals: ΚΑΚΟΘΕΛΩ
Transliteration A: kakothélō Transliteration B: kakothelō Transliteration C: kakothelo Beta Code: kakoqe/lw

English (LSJ)

(incorrect form), to be illdisposed, PMasp.151.177 (vi A.D.).

Greek Monolingual

και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)
νεοελλ.-μσν.
θέλω, εύχομαι το κακό του άλλου
αρχ.
πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.