προικίζω: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proikizo | |Transliteration C=proikizo | ||
|Beta Code=proiki/zw | |Beta Code=proiki/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[portion]], [[give a dowry to]], τινα [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.55, Ph.2.311, etc.:—[[Προικιζομένη]], name of a comedy by Apollod.Car. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0725.png Seite 725]] ausstatten, D. Sic. 16, 56. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0725.png Seite 725]] ausstatten, D. Sic. 16, 56. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προικίζω:''' [[снабжать приданым]] (τινά Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[προίξ]], -<i>κός</i>]<br />[[δίνω]] [[προίκα]], [[προικοδοτώ]] («παρθένους προικίσας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρίζω]], [[δωρίζω]] («η [[φύση]] τον προίκισε με [[πολλά]] χαρίσματα»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[προικισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει πάρει [[προίκα]]<br />β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει [[πολλά]] [[φυσικά]] χαρίσματα<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Προικιζομένη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου. | |mltxt=ΝΜΑ [[προίξ]], -<i>κός</i>]<br />[[δίνω]] [[προίκα]], [[προικοδοτώ]] («παρθένους προικίσας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρίζω]], [[δωρίζω]] («η [[φύση]] τον προίκισε με [[πολλά]] χαρίσματα»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[προικισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει πάρει [[προίκα]]<br />β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει [[πολλά]] [[φυσικά]] χαρίσματα<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Προικιζομένη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
portion, give a dowry to, τινα D.S.16.55, Ph.2.311, etc.:—Προικιζομένη, name of a comedy by Apollod.Car.
German (Pape)
[Seite 725] ausstatten, D. Sic. 16, 56.
Russian (Dvoretsky)
προικίζω: снабжать приданым (τινά Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προικίζω: (προὶξ) ὡς καὶ νῦν, παρθένους προικίσας Διόδ. 16, 55· τὰς παρθένους δημοσίᾳ προικίζεσθαι 20, 85· προικιζέτω τὴν παῖδ’ ὁ φθορεὺς Φίλων τ. 2, σ. 311, 22. ― Προικιζομένη, ὄνομα κωμῳδίας Ἀπολλοδ. τοῦ Καρυστ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ προίξ, -κός]
δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.)
νεοελλ.
1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τον προίκισε με πολλά χαρίσματα»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα
β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά φυσικά χαρίσματα
αρχ.
(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προικιζομένη
τίτλος κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου.