προικοδοτώ

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

προικοδοτῶ, -έω, ΝΜ
προικοδότης
δίνω προίκα, προικίζω
νεοελλ.
παραχωρώ μόνιμο εισόδημα σε κοινότητα ή κοινωφελές ίδρυμα.