Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
προικοδοτῶ, -έω, ΝΜπροικοδότηςδίνω προίκα, προικίζωνεοελλ.παραχωρώ μόνιμο εισόδημα σε κοινότητα ή κοινωφελές ίδρυμα.