ἀμφιπεριστείνομαι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfiperisteinomai
|Transliteration C=amfiperisteinomai
|Beta Code=a)mfiperistei/nomai
|Beta Code=a)mfiperistei/nomai
|Definition=Pass., (στεινός, στενός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be pressed]], [[crowded on all sides]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span> 179</span>.</span>
|Definition=Pass., ([[στεινός]], [[στενός]]) to [[be pressed]], [[be crowded on all sides]], Call.''Del.'' 179.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[llenarse]], [[atestarse por completo]] ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.<i>Del</i>.179.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιπεριστείνομαι''': (στεινός, [[στενός]]), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.
|lstext='''ἀμφιπεριστείνομαι''': (στεινός, [[στενός]]), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[llenarse]], [[atestarse por completo]] ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.<i>Del</i>.179.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιπεριστείνομαι]] (Α)<br />πιέζομαι, συνωθούμαι από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περιστείνομαι</i> «στενεύομαι, πιέζομαι»].
|mltxt=[[ἀμφιπεριστείνομαι]] (Α)<br />πιέζομαι, συνωθούμαι από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περιστείνομαι</i> «στενεύομαι, πιέζομαι»].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Medium diacritics: ἀμφιπεριστείνομαι Low diacritics: αμφιπεριστείνομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΣΤΕΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: amphiperisteínomai Transliteration B: amphiperisteinomai Transliteration C: amfiperisteinomai Beta Code: a)mfiperistei/nomai

English (LSJ)

Pass., (στεινός, στενός) to be pressed, be crowded on all sides, Call.Del. 179.

Spanish (DGE)

llenarse, atestarse por completo ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.Del.179.

German (Pape)

[Seite 141] Call. Del. 179, ringsum zusammengedrängt, voll sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστείνομαι: (στεινός, στενός), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.

Greek Monolingual

ἀμφιπεριστείνομαι (Α)
πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»].