παράτρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paratritos
|Transliteration C=paratritos
|Beta Code=para/trhtos
|Beta Code=para/trhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pierced at the side]], <b class="b3">αὐλὸς π</b>., of a flute used for mournful airs, <span class="bibl">Poll.4.81</span> ; <b class="b3">π. αὐλίσκος</b> an injecting tube, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.62</span> ; <b class="b3">π. πόροι</b> Antyll.ib.<span class="bibl">50.3.3</span>.</span>
|Definition=παράτρητον, [[pierced at the side]], <b class="b3">αὐλὸς π.</b>, of a flute used for mournful airs, Poll.4.81; <b class="b3">π. αὐλίσκος</b> an injecting tube, Ruf. ap. Orib.8.24.62; <b class="b3">π. πόροι</b> Antyll.ib.50.3.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράτρητος Medium diacritics: παράτρητος Low diacritics: παράτρητος Capitals: ΠΑΡΑΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: parátrētos Transliteration B: paratrētos Transliteration C: paratritos Beta Code: para/trhtos

English (LSJ)

παράτρητον, pierced at the side, αὐλὸς π., of a flute used for mournful airs, Poll.4.81; π. αὐλίσκος an injecting tube, Ruf. ap. Orib.8.24.62; π. πόροι Antyll.ib.50.3.3.

German (Pape)

[Seite 504] auf der Seite durchbohrt od. mit Löchern, αὐλός, nach Poll. 4, 81, eine Flöte zu Trauerliedern.

Greek (Liddell-Scott)

παράτρητος: -ον, τετρυπημένος κατὰ τὰ πλάγια, αὐλὸς π., ᾧ ἐχρῶντο ἐν τοῖς θρησκευτικοῖς μέλεσιν, «αὐλοὶ παράτρητοι θρήνοις ἥρμοττον, ὀξὺ καὶ νωθὲς πνέοντες» Πολυδ. Δ΄, 81· π. αὐλίσκος, σωληνίσκος χρήσιμος εἰς ἐνέσεις φαρμάκων, «τῶν αὐλίσκων οἱ μέν εἰσιν εὐθύτρητοι, οἱ δὲ παράτρητοι» Ροῦφ. σελ. 234 Matth.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.)
2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» — μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων
β) «παράτρητος πόρος» — πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -τρητος (< τρητός < τετραίνω «τρυπώ»), πρβλ. διάτρητος.