αὐθύπαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afthyparktos
|Transliteration C=afthyparktos
|Beta Code=au)qu/parktos
|Beta Code=au)qu/parktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[self-subsistent]], Hsch. Adv.<b class="b3">-τως</b> Zonar.s.v.[[ἕνωσις]].</span>
|Definition=αὐθύπαρκτον, [[self-subsistent]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Adv. αὐθυπάρκτως Zonar.s.v. [[ἕνωσις]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]] como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Anast.Ant.<i>Fid</i>.M.89.1401A, del alma, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1495B<br /><b class="num"></b>[[consustancial]] esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[consustancialmente]] αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. [[ἕνωσις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]] como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Anast.Ant.<i>Fid</i>.M.89.1401A, del alma, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1495B<br /><b class="num">•</b>[[consustancial]] esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[consustancialmente]] αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. [[ἕνωσις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του.
}}
{{pape
|ptext=<i>für sich [[bestehend]], [[selbständig]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθύπαρκτος Medium diacritics: αὐθύπαρκτος Low diacritics: αυθύπαρκτος Capitals: ΑΥΘΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: authýparktos Transliteration B: authyparktos Transliteration C: afthyparktos Beta Code: au)qu/parktos

English (LSJ)

αὐθύπαρκτον, self-subsistent, Hsch. Adv. αὐθυπάρκτως Zonar.s.v. ἕνωσις.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Anast.Ant.Fid.M.89.1401A, del alma, Leont.H.Nest.M.86.1495B
consustancial esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.
2 adv. -ως consustancialmente αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. ἕνωσις.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθύπαρκτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, οὐσία ἐστὶ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)
αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.

German (Pape)

für sich bestehend, selbständig, Sp.