βαρβαρώνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[βαρβαρώνομαι]], Α βαρβαοῦμαι, -όομαι) [[βάρβαρος]]<br />[[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], [[χάνω]] την ελληνικότητά μου ή την [[ανθρωπιά]] μου<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παρακμ.) <i>βεβαρβαρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i>- [[δυσνόητος]], [[δυσερμήνευτος]].
|mltxt=(Μ [[βαρβαρώνομαι]], Α βαρβαροῦμαι, -όομαι) [[βάρβαρος]]<br />[[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], [[χάνω]] την ελληνικότητά μου ή την [[ανθρωπιά]] μου<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παρακμ.) <i>βεβαρβαρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i>- [[δυσνόητος]], [[δυσερμήνευτος]].
}}
}}

Latest revision as of 18:52, 24 October 2020

Greek Monolingual

βαρβαρώνομαι, Α βαρβαροῦμαι, -όομαι) βάρβαρος
γίνομαι βάρβαρος, χάνω την ελληνικότητά μου ή την ανθρωπιά μου
αρχ.
(μτχ. παρακμ.) βεβαρβαρωμένος, -η, -ον- δυσνόητος, δυσερμήνευτος.