εὐερέθιστος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=everethistos | |Transliteration C=everethistos | ||
|Beta Code=eu)ere/qistos | |Beta Code=eu)ere/qistos | ||
|Definition= | |Definition=εὐερέθιστον, [[easily excited]], [[irritable]], Str.14.2.24; μέρη Ruf. ap. Orib.8.39.1; διαθέσεις Antyll. ap. eund.10.13.6; [[easily provoked]], εἰς ὀργάς Plot.1.8.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐερέθιστον, easily excited, irritable, Str.14.2.24; μέρη Ruf. ap. Orib.8.39.1; διαθέσεις Antyll. ap. eund.10.13.6; easily provoked, εἰς ὀργάς Plot.1.8.14.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht zu reizen, Strab. XIV p. 660.
Greek (Liddell-Scott)
εὐερέθιστος: -ον, εὐκόλως ἐρεθιζόμενος, Στράβων 660.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐερέθιστος, -ον)
1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα
2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη»)
νεοελλ.
(για μερικά όργανα του σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε ερεθισμό, ο επιρρεπής σε φλόγωση.