κακόφημος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakofimos
|Transliteration C=kakofimos
|Beta Code=kako/fhmos
|Beta Code=kako/fhmos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ill-sounding]], [[ominous]], Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>214</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. [[evil]] or [[ominous words]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>6.5.3</span>; of persons, [[foul-mouthed]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>166</span>. Adv. <b class="b3">-μως</b> [[with evil words]], [[abusively]], <span class="bibl">Man.5.323</span>.</span>
|Definition=κακόφημον, [[ill-sounding]], [[ominous]], Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''214; [[τὸ κακόφημον]] [[evil]] or [[ominous words]], J.''BJ''6.5.3; of persons, [[foul-mouthed]], Ptol.''Tetr.''166. Adv. [[κακοφήμως]] = [[with evil words]], [[abusively]], Man.5.323.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφημος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη [[συνοικία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[κακώς]], που φέρνει κακές ειδήσεις, [[δυσοίωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει γεμάτο [[στόμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφημον</i><br />κακοί, δυσοίωνοι λόγοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοφήμως</i> (Μ)<br />με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>φημος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>φημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφημος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη [[συνοικία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[κακώς]], που φέρνει κακές ειδήσεις, [[δυσοίωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει γεμάτο [[στόμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφημον</i><br />κακοί, δυσοίωνοι λόγοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοφήμως</i> (Μ)<br />με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), [[πρβλ]]. [[αγλαόφημος]], [[ψευδόφημος]]].
}}
{{trml
|trtx====[[foul-mouthed]]===
Arabic: بَذِيء اللِّسَان‎; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: [[bawdy]], [[foulmouth]], [[foulmouthed]], [[foul-mouthed]], [[foul-spoken]], [[gutter mouth]], [[guttermouth]], [[obscene]], [[pottymouthed]], [[potty-mouthed]], [[scurrilous]], [[smutty]]; Finnish: rääväsuinen; French: [[mal embouché]]; German: [[unflätig]], [[mit Schimpfwörtern um sich werfend]]; Greek: [[αθυρόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]], [[βρωμόστομος]]; Ancient Greek: [[αἰσχεόμυθος]], [[αἰσχεορήμων]], [[αἰσχεόφημος]], [[αἰσχροεπής]], [[αἰσχρολόγος]], [[αἰσχρορρήμων]], [[αἰσχρόστομος]], [[βρωμολόγος]], [[κακοστόματος]], [[κακόστομος]], [[κακόφημος]], [[μιαρόγλωσσος]], [[στόμαργος]]; Italian: [[sboccato]], [[scurrile]]; Latin: [[maledicax]]; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: [[desbocado]]; Scots: roch; Spanish: [[malhablado]], [[desbocado]], [[deslenguado]], [[lenguaraz]]; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

English (LSJ)

κακόφημον, ill-sounding, ominous, Sch.S.Aj.214; τὸ κακόφημον evil or ominous words, J.BJ6.5.3; of persons, foul-mouthed, Ptol.Tetr.166. Adv. κακοφήμως = with evil words, abusively, Man.5.323.

German (Pape)

[Seite 1305] von übler Vorbedeutung; – übel berüchtigt, in üblen Ruf bringend, Sp. – Adv., Han. 5, 323.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφημος: -ον, κακῶς ἠχῶν, δυσοίωνος, Σχόλ. ἐις Σοφ. Αἴ. 214· τὸ κακόφημον, κακοί, δυσοίωνοι λόγοι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ κακοὺς, ὀνειδιστικοὺς λόγους, ὑβριστικῶς, Μανέθων 5. 323.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόφημος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφημον
κακοί, δυσοίωνοι λόγοι.
επίρρ...
κακοφήμως (Μ)
με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. αγλαόφημος, ψευδόφημος].

Translations