κατεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateksetazo
|Transliteration C=kateksetazo
|Beta Code=kateceta/zw
|Beta Code=kateceta/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[decide]], [[try]], δίκην <span class="title">Cod.Just.</span>1.4.29 <b class="b2">Intr.; examine carefully</b>, <span class="bibl">Agath.5.9</span> (Pass.).</span>
|Definition=[[decide]], [[try]], δίκην ''Cod.Just.''1.4.29 Intr.; [[examine]] [[carefully]], [[examine in depth]], [[investigate]], Agath.5.9 (Pass.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεξετάζω]] (AM)<br />[[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]] και προσεκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίνω]], [[ανακρίνω]], [[αποφασίζω]], [[δικάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατεξετάζομαι</i><br />α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)<br />β) εξετάζομαι [[λεπτομερώς]], με [[προσοχή]].
|mltxt=[[κατεξετάζω]] (AM)<br />[[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]] και προσεκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρίνω]], [[ανακρίνω]], [[αποφασίζω]], [[δικάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατεξετάζομαι</i><br />α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)<br />β) εξετάζομαι [[λεπτομερώς]], με [[προσοχή]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξετάζω Medium diacritics: κατεξετάζω Low diacritics: κατεξετάζω Capitals: ΚΑΤΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: katexetázō Transliteration B: katexetazō Transliteration C: kateksetazo Beta Code: kateceta/zw

English (LSJ)

decide, try, δίκην Cod.Just.1.4.29 Intr.; examine carefully, examine in depth, investigate, Agath.5.9 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1395] verstärktes ἐξετάζω, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξετάζω: ἀκριβῶς ἐξετάζω, ἀναγνωρίζω, δοκιμάζω, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.

Greek Monolingual

κατεξετάζω (AM)
εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά
αρχ.
1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω
2. παθ. κατεξετάζομαι
α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)
β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.