κυδωνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kydonitis
|Transliteration C=kydonitis
|Beta Code=&#42;kudwni/ths
|Beta Code=&#42;kudwni/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ] οἶνος, ὁ</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quince]]-wine, Dsc.5.20.</span>
|Definition=[ῑ] [[οἶνος]], ὁ, [[quince-wine]], Dsc.5.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδωνίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυδωνίτης]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]], κατάλ. που απαντά [[συχνά]] σε ονομασίες οίνων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-[[ίτης]], <i>φοινικ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[κυδωνίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυδωνίτης]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]], κατάλ. που απαντά [[συχνά]] σε ονομασίες οίνων ([[πρβλ]]. [[αιματίτης]], [[φοινικίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῠδωνίτης Medium diacritics: κυδωνίτης Low diacritics: κυδωνίτης Capitals: ΚΥΔΩΝΙΤΗΣ
Transliteration A: kydōnítēs Transliteration B: kydōnitēs Transliteration C: kydonitis Beta Code: *kudwni/ths

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, quince-wine, Dsc.5.20.

German (Pape)

[Seite 1525] οἶνος, ὁ, Quittenwein, Pallad. 11, 20.

Greek Monolingual

κυδωνίτης, ὁ (Α)
φρ. «κυδωνίτης οἶνος» — οίνος που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -ίτης, κατάλ. που απαντά συχνά σε ονομασίες οίνων (πρβλ. αιματίτης, φοινικίτης)].