μισθόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthodoros
|Transliteration C=misthodoros
|Beta Code=misqo/dwros
|Beta Code=misqo/dwros
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[giving wages]] or [[pay]], <span class="bibl">Eubulid.1</span>.</span>
|Definition=μισθόδωρον, [[giving wages]] or [[pay]], Eubulid.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθόδωρος''': -ον, ὁ δίδων μισθὸν [[μετὰ]] δώρων, Χοῶν δέει τῶν μισθοδώρων, «τῇ ἑορτῇ τῶν Χοῶν [[ἔθος]] ἐστὶν Ἀθήνησι πέμπεσθαι δῶρά τε καὶ τοὺς μισθοὺς τοῖς σοφισταῖς» (Ἀθήν. 437D), Εὐβουλίδης ἐν «Κωμασταῖς» 1.
|lstext='''μισθόδωρος''': -ον, ὁ δίδων μισθὸν μετὰ δώρων, Χοῶν δέει τῶν μισθοδώρων, «τῇ ἑορτῇ τῶν Χοῶν [[ἔθος]] ἐστὶν Ἀθήνησι πέμπεσθαι δῶρά τε καὶ τοὺς μισθοὺς τοῖς σοφισταῖς» (Ἀθήν. 437D), Εὐβουλίδης ἐν «Κωμασταῖς» 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθόδωρος]], -ον (Α)<br /><b>(ποιητ.)</b> (για το [[έθιμο]] που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές [[κατά]] την [[εορτή]] τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βοτρυό</i>-<i>δωρος</i>].
|mltxt=[[μισθόδωρος]], -ον (Α)<br /><b>(ποιητ.)</b> (για το [[έθιμο]] που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές [[κατά]] την [[εορτή]] τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), [[πρβλ]]. [[βοτρυόδωρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθόδωρος Medium diacritics: μισθόδωρος Low diacritics: μισθόδωρος Capitals: ΜΙΣΘΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: misthódōros Transliteration B: misthodōros Transliteration C: misthodoros Beta Code: misqo/dwros

English (LSJ)

μισθόδωρον, giving wages or pay, Eubulid.1.

German (Pape)

[Seite 190] = μισθοδότης, Eubu lides bei Ath. X, 437 d.

Greek (Liddell-Scott)

μισθόδωρος: -ον, ὁ δίδων μισθὸν μετὰ δώρων, Χοῶν δέει τῶν μισθοδώρων, «τῇ ἑορτῇ τῶν Χοῶν ἔθος ἐστὶν Ἀθήνησι πέμπεσθαι δῶρά τε καὶ τοὺς μισθοὺς τοῖς σοφισταῖς» (Ἀθήν. 437D), Εὐβουλίδης ἐν «Κωμασταῖς» 1.

Greek Monolingual

μισθόδωρος, -ον (Α)
(ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. βοτρυόδωρος].