ξενοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenoprepis
|Transliteration C=ksenoprepis
|Beta Code=cenopreph/s
|Beta Code=cenopreph/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[strange]], [[out of the way]], Hp <span class="title">Fract.</span>1, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>34</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.13</span> (Comp.). Adv. -πῶς <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Hp.</span>2.288</span> D.</span>
|Definition=ξενοπρεπές, [[strange]], [[out of the way]], Hp ''Fract.''1, D.H.''Dem.''34, Aret.''SD''2.13 (Comp.). Adv. [[ξενοπρεπῶς]] Steph. ''in Hp.''2.288 D.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ξενοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ξένους<br /><b>2.</b> [[παράδοξος]], [[ασυνήθιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενοπρεπώς</i> (Α <i>ξενοπρεπῶς</i>)<br />με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δουλο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ιερο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ξενοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ξένους<br /><b>2.</b> [[παράδοξος]], [[ασυνήθιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενοπρεπώς</i> (Α <i>ξενοπρεπῶς</i>)<br />με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[δουλοπρεπής]], [[ιεροπρεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοπρεπής Medium diacritics: ξενοπρεπής Low diacritics: ξενοπρεπής Capitals: ΞΕΝΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: xenoprepḗs Transliteration B: xenoprepēs Transliteration C: ksenoprepis Beta Code: cenopreph/s

English (LSJ)

ξενοπρεπές, strange, out of the way, Hp Fract.1, D.H.Dem.34, Aret.SD2.13 (Comp.). Adv. ξενοπρεπῶς Steph. in Hp.2.288 D.

German (Pape)

[Seite 277] ές, einem Fremden geziemend, fremd aussehend, D. Hal. de vi Dem. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς ξένον· παράδοξος, ἀλλόκοτος, ἀσυνήθης, Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. - Ἐπιρρ. ξενοπρεπῶς Ὁλοβ. ἐν Boiss. Ἀνεκ. 5, σ. 174.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ξενοπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ξένους
2. παράδοξος, ασυνήθιστος.
επίρρ...
ξενοπρεπώςξενοπρεπῶς)
με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλοπρεπής, ιεροπρεπής].