πράτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prator | |Transliteration C=prator | ||
|Beta Code=pra/twr | |Beta Code=pra/twr | ||
|Definition=ορος, ὁ, | |Definition=-ορος, ὁ, = [[πρατήρ]], ''IG''12(5)872.33 (Tenos, iii B. C.), ''Milet.''3.308 No.140, ''PCair.Zen.''497.3 (iii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = πρατήρ, IG12(5)872.33 (Tenos, iii B. C.), Milet.3.308 No.140, PCair.Zen.497.3 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
πράτωρ: -ορος, ὁ, = πρατήρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 84, 121. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
πρατήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τωρ].