σακτός: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=saktos
|Transliteration C=saktos
|Beta Code=sakto/s
|Beta Code=sakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[crammed]], [[stuffed]], <span class="bibl">Antiph.132.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1760.9</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[strained]] (cf. [[σακεύω]]), <span class="bibl">Eup.439</span>.</span>
|Definition=σακτή, σακτόν,<br><span class="bld">A</span> [[crammed]], [[stuffed]], Antiph.132.3, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1760.9 (ii A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[strained]] (cf. [[σακεύω]]), Eup.439.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακτός Medium diacritics: σακτός Low diacritics: σακτός Capitals: ΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: saktós Transliteration B: saktos Transliteration C: saktos Beta Code: sakto/s

English (LSJ)

σακτή, σακτόν,
A crammed, stuffed, Antiph.132.3, POxy.1760.9 (ii A.D.).
II strained (cf. σακεύω), Eup.439.

German (Pape)

[Seite 858] vollgestopft, vollgepfropft, angefüllt; τευθὶς σακτή, farcirt, Antiphan. bei Ath. VII, 295 e; auch οἶνος, = σακκίας, Poll. 6, 18 aus Eupol.

Greek (Liddell-Scott)

σακτός: -ή, -όν, (σάττω) γεμιστός, παραγεμισμένος, Ἀντιφ. ἐν «Κύκλ.» 1. 3. ΙΙ. διελθὼν διὰ τοῦ ἠθμοῦ, στραγγισμένος (πρβλ. σακεύω). Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 107. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σακτός· ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος. καὶ χιτῶνος εἶδος· καὶ θύλακος»

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. παραγεμισμένος
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος»
β) «χιτῶνος εἶδος»
γ) «θύλακος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω)].
(II)
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει στραγγιστεί, στραγγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος. Ο τ. έχει σχηματιστεί με την κατάλ. τών ρηματικών επιθ., πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση του σακτός (Ι) του ρ. σάττω (για ανάλογη παρετυμολογική σύνδεση τών λ. σάκκος και σάττω βλ. και λ. σάκτας)].