σακεύω
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
English (LSJ)
strain, filter, quoted by Ael.Dion.Fr.296, Phot., Suid. from Hdt.4.23, where codd. have σακκέουσι ἱματίοισι (v. σάκκος).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰκεύω: στραγγίζω, διηθέω, «σουρώνω», μνημονεύεται ὑπὸ Αἰλ. Διονυσ. παρ’ Εὐστ. 940. 19, Α.Β. 113, καὶ Σουΐδ. ἐκ τοῦ Ἡροδ. 4. 23, ἔνθα οἱ ἐκδόται ἔχουσι σακκέουσι ἱματίοισι (ἴδε σάκκος).
Greek Monolingual
Α [[σάκ(κ)ος]]
στραγγίζω, σουρώνω.