σκαφηφόρος: Difference between revisions
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skafiforos | |Transliteration C=skafiforos | ||
|Beta Code=skafh/foros | |Beta Code=skafh/foros | ||
|Definition=(parox.), ὁ, | |Definition=(parox.), ὁ, [[carrier of trays of offerings]] at the [[Panathenaea]], Din.''Fr.''16, Poll.3.55, Phot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:39, 14 February 2024
English (LSJ)
(parox.), ὁ, carrier of trays of offerings at the Panathenaea, Din.Fr.16, Poll.3.55, Phot.
German (Pape)
[Seite 890] eine Wanne, Schaale tragend. In Athen hießen die μέτοικοι bes. σκαφηφόροι, nach Harpocr., weil sie bei den Festaufzügen der Panathenäen σκάφαι, Gefäße zum Opfern (s. oben) tragen mußten, wie ihre Frauen und Töchter ὑδρεῖα und σκιάδια (s. ὑδριαφόροι und σκιαδηφόροι). Er führt aus Dinarch. an οἳ ἀντὶ σκαφηφόρων ἔφηβοι εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀναβήσονται, οὐχ ὑμῖν ἔχοντες χάριν τῆς πολιτείας; Dienst und Benennung galt als schimpflich, weil dies Geschäft sonst nur die Sklaven verrichteten, Böckh Staatshb. II p. 76.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφηφόρος: -ον, ὁ φέρων σκάφην (λεκάνην ἢ δίσκον)· - ἐν Ἀθήναις οἱ μέτοικοι ἰδίᾳ ἐκαλοῦντο σκαφηφόροι, ἐπειδὴ κατὰ τὴν πομπὴν τῶν Παναθηναίων εἶχον τὸ καθῆκον νὰ φέρωσι λεκάνας ἢ δίσκους (ἴδε σκάφη Ι ἐν τέλ.) πεπληρωμένους προσφορῶν μέλιτος, πλακούντων, πεμμάτων, κτλ., ὡς αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐκαλοῦντο ὑδριαφόροι. ἐπειδὴ ἔφερον ὑδρίας χάριν τῶν γυναικῶν τῶν πολιτῶν· αἱ δὲ θυγατέρες αὐτῶν ἐκαλοῦντο σκιαδηφόροι, ἐπειδὴ ἔφερον ἀνθήλια (σκιάδια) ὑπὲρ τὰς κεφαλάς των, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ., Πολυδ. Γ΄, 55. Φώτ. - τὰ δὲ καθήκοντα ταῦτα ἐνομίζοντο δουλικά, ἴδε Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1, Ἐρμάνν. Pol. Ant. § 115. 10. - Ἐντεῦθεν σκαφηφορέω, εἶμαι σκαφηφόρος, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τοῖς Α.Β. 280, σκαφηφορία, ἡ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ μέτοικοι οὕτως ἐκαλοῦντο. σκάφος γὰρ ἔφερον ἐν τοῖς Παναθηναίοις, ἵνα ὡς εὖνοι ἀριθμῶνται μετέχοντες τῶν θυσιῶν».
Greek Monolingual
-ο / σκαφηφόρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που μεταφέρει σκάφη, λεκάνη ή δίσκο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σκαφηφόροι
άτομα τα οποία είχαν το τιμητικό λειτούργημα, στην πομπή τών Παναθηναίων, να φέρουν σκάφες, δηλ. σκεύη με προσφορές για την Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφη + -φόρος (< φέρω)].