τρυπανισμός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trypanismos | |Transliteration C=trypanismos | ||
|Beta Code=trupanismo/s | |Beta Code=trupanismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[boring]], [[piercing]], Aq.''Is.''54.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, boring, piercing, Aq.Is.54.12.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπᾰνισμός: ὁ, διάτρησις, λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), ἔνθα ἄλλως: γλυφῆς.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τρυπανίζω
διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση
νεοελλ.
ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση.