ἀπρόσκοπτος: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproskoptos | |Transliteration C=aproskoptos | ||
|Beta Code=a)pro/skoptos | |Beta Code=a)pro/skoptos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀπρόσκοπτον, [[without offence]], IG14.404. Adv. [[ἀπροσκόπτως]] = [[without stumbling]], τρέχειν Eust.925.28. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[libre de daño]], [[sano y salvo]] ἔζησε [[ἀπρόσκοπτος]] ἔτη λςʹ <i>IG</i> 14.404, φυλάξω αὐτοὺς ἀπροσκόπτους <i>Apoc.Paul</i>.8 (p.38), ζωή Rom.Mel.54.κεʹ.8.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no ofende]] πῶς σὺ πρὸς τὸν ... Δεσπότην ἔσῃ καταπειθὴς καὶ ἀ.; Gr.Nyss.M.44.1189D.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπροσκόπτως]] = [[sin daño]], [[bien]] ὅποι πορεύονται, ἀ. καὶ ἀσφαλῶς μάλα φέρονται <i>Rh</i>.1.604, περιπατεῖν Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.1048C, [[εἰπεῖν]] Eust.799.57, τρέχειν Eust.925.28. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόσκοπτος''': -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, [[ἄμεμπτος]], Ἀνδρόβιος Λύκιος [[ναύκληρος]] ἔζησε [[ἀπρόσκοπτος]] ἔτη λς΄ Συλλ. Ἐπιγρ. 5625. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. Λειτ. τ. 6. 993, 15. | |lstext='''ἀπρόσκοπτος''': -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, [[ἄμεμπτος]], Ἀνδρόβιος Λύκιος [[ναύκληρος]] ἔζησε [[ἀπρόσκοπτος]] ἔτη λς΄ Συλλ. Ἐπιγρ. 5625. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. Λειτ. τ. 6. 993, 15. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπρόσκοπτον, without offence, IG14.404. Adv. ἀπροσκόπτως = without stumbling, τρέχειν Eust.925.28.
Spanish (DGE)
-ον
I 1libre de daño, sano y salvo ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λςʹ IG 14.404, φυλάξω αὐτοὺς ἀπροσκόπτους Apoc.Paul.8 (p.38), ζωή Rom.Mel.54.κεʹ.8.
2 fig. que no ofende πῶς σὺ πρὸς τὸν ... Δεσπότην ἔσῃ καταπειθὴς καὶ ἀ.; Gr.Nyss.M.44.1189D.
II adv. ἀπροσκόπτως = sin daño, bien ὅποι πορεύονται, ἀ. καὶ ἀσφαλῶς μάλα φέρονται Rh.1.604, περιπατεῖν Marc.Er.Opusc.M.65.1048C, εἰπεῖν Eust.799.57, τρέχειν Eust.925.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκοπτος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἀνδρόβιος Λύκιος ναύκληρος ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λς΄ Συλλ. Ἐπιγρ. 5625. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. Λειτ. τ. 6. 993, 15.