ὀνοστύππαξ: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onostyppaks | |Transliteration C=onostyppaks | ||
|Beta Code=o)nostu/ppac | |Beta Code=o)nostu/ppac | ||
|Definition=ακος, ὁ, | |Definition=ακος, ὁ, [[donkey rope seller]] (cf. [[στύππαξ]]), ''Com.Adesp.'' 94. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνοστύππαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />(με επιτιμητική σημ.)<br /><b>1.</b> ο [[πωλητής]] σχοινιών για γαϊδάρους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀνοστύππαξ]]<br />διὰ μὲν | |mltxt=[[ὀνοστύππαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />(με επιτιμητική σημ.)<br /><b>1.</b> ο [[πωλητής]] σχοινιών για γαϊδάρους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀνοστύππαξ]]<br />διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων<br />διὰ δὲ τοῦ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. [[μυλωνάς]] και στυππ(ε)ιοπώλης, [[πωλητής]] στουπιών<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], που διαιρεί τη [[λέξη]]) «[[ὄνος]] [[στύππαξ]]<br />τὸ [[στύππαξ]] ὅτι [[στυππειοπώλης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[στύππαξ]] «[[πωλητής]] σχοινιών»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ακος, ὁ, donkey rope seller (cf. στύππαξ), Com.Adesp. 94.
German (Pape)
[Seite 350] ακος, ὁ, Hesych., ein Schimpfwort. S. στύππαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστύππαξ: ὁ, λέξις ὀνειδιστική, ὁ πωλῶν ὄνων σχοινία, (πρβλ. στύππαξ), Κωμ. Ἀνώνυμ. 165· ἴδε Meineke· ― ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστύππαξ· διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων· διὰ δὲ τοῦ στύππακος, ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν». ― ὁ Σουΐδ. διαιρεῖ τὴν λέξιν : «ὄνος στύππαξ. τὸ στύππαξ, ὅτι στυππειοπώλης».
Greek Monolingual
ὀνοστύππαξ, -ακος, ὁ (Α)
(με επιτιμητική σημ.)
1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ
διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων
διὰ δὲ τοῦ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής στουπιών
3. (κατά το λεξ. Σούδα, που διαιρεί τη λέξη) «ὄνος στύππαξ
τὸ στύππαξ ὅτι στυππειοπώλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + στύππαξ «πωλητής σχοινιών»].