ὠβά: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ova | |Transliteration C=ova | ||
|Beta Code=w)ba/ | |Beta Code=w)ba/ | ||
|Definition=ἡ, in Laconia, a local division of the Spartan people, | |Definition=ἡ, in Laconia, a local division of the Spartan people, ''IG''5 (1).26.11 (ii/i B. C.), 27.18; <b class="b3">οἱ νικάσαντες τὰς ὠβάς</b> ib.675, al.; <b class="b3">ὠ. Λιμναέων</b> ib.688; ὠβὰς ὠβάξαι Plu.''Lyc.''6:—cf. οὐαί· φυλαί, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[οὐᾷ]] (dat.) should perhaps be read in an Inscr. from Orcistus, cf. ''JHS'' 57.247 (iii A. D.)) (prob. Cypr. or Thess.); <b class="b3">ὤας· τὰς κώμας</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (β represents the digamma, cf. ὠγή· [[κώμη]], Id.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>dor. p.</i> [[ὠβή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠβά:''' (ᾱ) ἡ дор. = [[ὠβή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠβά''': ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ [[κώμη]] παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, [[ὅθεν]] ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. [[δίγαμμα]] IV, Curt. σ. 535 (573).) | |lstext='''ὠβά''': ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ [[κώμη]] παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, [[ὅθεν]] ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. [[δίγαμμα]] IV, Curt. σ. 535 (573).) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠβά:''' ἡ, στη Λακωνία, [[διαίρεση]] των σπαρτιατικών φυλών, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὠβά:''' ἡ, στη Λακωνία, [[διαίρεση]] των σπαρτιατικών φυλών, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, in Laconia, a local division of the Spartan people, IG5 (1).26.11 (ii/i B. C.), 27.18; οἱ νικάσαντες τὰς ὠβάς ib.675, al.; ὠ. Λιμναέων ib.688; ὠβὰς ὠβάξαι Plu.Lyc.6:—cf. οὐαί· φυλαί, Hsch. (οὐᾷ (dat.) should perhaps be read in an Inscr. from Orcistus, cf. JHS 57.247 (iii A. D.)) (prob. Cypr. or Thess.); ὤας· τὰς κώμας, Hsch. (β represents the digamma, cf. ὠγή· κώμη, Id.)
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
dor. p. ὠβή.
Russian (Dvoretsky)
ὠβά: (ᾱ) ἡ дор. = ὠβή.
Greek (Liddell-Scott)
ὠβά: ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, ὑποδιαίρεσις τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ κώμη παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, ὅθεν ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. δίγαμμα IV, Curt. σ. 535 (573).)
Greek Monotonic
ὠβά: ἡ, στη Λακωνία, διαίρεση των σπαρτιατικών φυλών, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὠβά, ἡ,
in Laconia, a subdivision of the Spartan φυλαί (clans), Plut.
Frisk Etymology German
ὠβά: {ōbá}
See also: s. 2. οἴη.
Page 2,1144